ἡμίρρυπος: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (pape replacement) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἡμίρρυπος]], -ον (Α)<br />αυτός που [[είναι]] [[κατά]] το ήμισυ λερωμένος, που δεν [[είναι]] εντελώς πλυμένος, μισολερωμένος, μισορυπωμένος («ἡμίρρυπον [[εἴριον]]» — μισοπλυμένο [[μαλλί]], Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ρύπος]] «[[βρομιά]]»]. | |mltxt=[[ἡμίρρυπος]], -ον (Α)<br />αυτός που [[είναι]] [[κατά]] το ήμισυ λερωμένος, που δεν [[είναι]] εντελώς πλυμένος, μισολερωμένος, μισορυπωμένος («ἡμίρρυπον [[εἴριον]]» — μισοπλυμένο [[μαλλί]], Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ρύπος]] «[[βρομιά]]»]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>halb [[schmutzig]]</i>, Hippocr. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:54, 24 November 2022
English (LSJ)
ον, half-dirty, εἴριον Id.Mul.2.205.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμίρρῠπος: -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ ῥερυπωμένος, ῥυπαρός, εἴριον Ιππ. 672. 19.
Greek Monolingual
ἡμίρρυπος, -ον (Α)
αυτός που είναι κατά το ήμισυ λερωμένος, που δεν είναι εντελώς πλυμένος, μισολερωμένος, μισορυπωμένος («ἡμίρρυπον εἴριον» — μισοπλυμένο μαλλί, Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + ρύπος «βρομιά»].
German (Pape)
halb schmutzig, Hippocr.