ἀδιάκοπος: Difference between revisions
From LSJ
Νόμιζ' ἀδελφοὺς τοὺς ἀληθινοὺς φίλους → Veros amicos alteros fratres puta → für deinen Bruder halte einen wahren Freund
mNo edit summary |
m (pape replacement) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀδιάκοπος''': -ον, ὁ μὴ διακοπτόμενος, [[ἄθραυστος]], μὴ διακεκομμένος, [[λόγος]], Φίλων 1. 81, Πορφ. - Ἐπιρρ. -πως, Οὐλπ. εἰς Δημ. | |lstext='''ἀδιάκοπος''': -ον, ὁ μὴ διακοπτόμενος, [[ἄθραυστος]], μὴ διακεκομμένος, [[λόγος]], Φίλων 1. 81, Πορφ. - Ἐπιρρ. -πως, Οὐλπ. εἰς Δημ. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>[[unzertrennt]]</i>, Philo, Jos. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:54, 24 November 2022
English (LSJ)
ον, unbroken, uninterrupted, χάρακες Aristeas139; συνέχεια Herod. ap. Orib.7.8.4; λόγος Ph.1.81, cf. Porph.Plot.8. Adv. -πως Hero *Deff.37, Ulp.ad D.18.308, Steph.in Hp.1.149 D.
Spanish (DGE)
-ον
1 no interrumpido, ininterrumpido χάρακες Aristeas 139, συνέχεια Herod.Med. en Orib.7.8.4, γένεσις Phlp.Aet.99.21, αὔξησις Procl.in Ti.1.120.25, λόγος Ph.1.81, διάνοια Porph.Plot.8.
2 adv. ἀδιακόπως = ininterrumpidamente Hero Def.142.1, Vlp.Sch.D.18.328D., Steph.in Hp.Progn.170.14.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδιάκοπος: -ον, ὁ μὴ διακοπτόμενος, ἄθραυστος, μὴ διακεκομμένος, λόγος, Φίλων 1. 81, Πορφ. - Ἐπιρρ. -πως, Οὐλπ. εἰς Δημ.
German (Pape)
unzertrennt, Philo, Jos.