συνευνέτις: Difference between revisions

From LSJ

κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.

Source
(1b)
m (pape replacement)
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=συνευνέτις -ιδος, ἡ, Att. ook ξυνευνέτις [συνευνέτης] bedgenote.
|elnltext=συνευνέτις -ιδος, ἡ, Att. ook ξυνευνέτις [συνευνέτης] bedgenote.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 10: Line 10:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[συνευνέτις]], ιδος,<br />a [[wife]] or [[concubine]], Eur.
|mdlsjtxt=[[συνευνέτις]], ιδος,<br />a [[wife]] or [[concubine]], Eur.
}}
{{pape
|ptext=ιδος, ἡ, fem. zu [[συνευνέτης]], <i>[[Bettgenossin]]</i>, Eur. <i>Andr</i>. 909, τὴν ξυνευνέτιν.
}}
}}

Revision as of 16:59, 24 November 2022

French (Bailly abrégé)

ιδος (ἡ) :
c. σύνευνος.
Étymologie: fém. de συνευνέτης.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνευνέτις -ιδος, ἡ, Att. ook ξυνευνέτις [συνευνέτης] bedgenote.

Russian (Dvoretsky)

συνευνέτις: ῐδος ἡ Eur. = ἡ σύνευνος.

Middle Liddell

συνευνέτις, ιδος,
a wife or concubine, Eur.

German (Pape)

ιδος, ἡ, fem. zu συνευνέτης, Bettgenossin, Eur. Andr. 909, τὴν ξυνευνέτιν.