ἀδιάτμητος: Difference between revisions
From LSJ
τοῦ εἰδέναι χάριν ἡ πραγματεία → knowledge is the object of our inquiry, the aim of our investigation is knowledge
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}})" to "$1$3 $2") |
m (pape replacement) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀδιάτμητος''': -ον, ὁ μὴ διατετμημένος εἰς τεμάχια, [[ἀδιαίρετος]], Ἐκκλ. | |lstext='''ἀδιάτμητος''': -ον, ὁ μὴ διατετμημένος εἰς τεμάχια, [[ἀδιαίρετος]], Ἐκκλ. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>[[ungeteilt]]</i>, Sp. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:00, 24 November 2022
English (LSJ)
ον, not cut in pieces, Aen. Tact.32.1.
Spanish (DGE)
-ον
1 impenetrable, que no puede atravesarse (ἱστία) χρή τισιν ἀδιατμήτοις περιβληθέντα κατατετάσθαι es preciso que sean extendidas (velas de barco) impregnadas con algunas substancias imposibles de atravesar (por los proyectiles), Aen.Tact.32.1.
2 indivisible de la naturaleza divina μονάς Gr.Nyss.Tres dei 41.3.
3 no quebrado, no roto κελεύσας τοῖς δημίοις ἀδιατμήτους αὐτοῦ τὰς ἀγκύλας καταλειφθῆναι A.Andr.Gr.51.13.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδιάτμητος: -ον, ὁ μὴ διατετμημένος εἰς τεμάχια, ἀδιαίρετος, Ἐκκλ.
German (Pape)
ungeteilt, Sp.