μαλακόθριξ: Difference between revisions

From LSJ

Βουλῆς γὰρ ὀρθῆς οὐδὲν ἀσφαλέστερον → Nam tutior res nulla consilio bono → Denn nichts führt weniger irre als ein guter Rat

Menander, Monostichoi, 68
mNo edit summary
m (pape replacement)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μαλακόθριξ]], [[μαλακότριχος]], ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που έχει απαλό [[τρίχωμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μαλακός]] <span style="color: red;">+</span> [[θρίξ]], <i>τριχός</i> ([[πρβλ]]. [[λευκόθριξ]])].
|mltxt=[[μαλακόθριξ]], [[μαλακότριχος]], ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που έχει απαλό [[τρίχωμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μαλακός]] <span style="color: red;">+</span> [[θρίξ]], <i>τριχός</i> ([[πρβλ]]. [[λευκόθριξ]])].
}}
{{pape
|ptext=-τριχος, <i>[[weichhaarig]]</i>, Arist. <i>gen.an</i>. 5.3.
}}
}}

Revision as of 17:00, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαλακόθριξ Medium diacritics: μαλακόθριξ Low diacritics: μαλακόθριξ Capitals: ΜΑΛΑΚΟΘΡΙΞ
Transliteration A: malakóthrix Transliteration B: malakothrix Transliteration C: malakothriks Beta Code: malako/qric

English (LSJ)

μαλακότριχος, ὁ, ἡ, soft-haired, Arist. GA 783a13.

Russian (Dvoretsky)

μᾰλᾰκόθριξ: μαλακότριχος adj. имеющий мягкие волосы, мягковолосый (Σκύθαι Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

μᾰλᾰκόθριξ: μαλακότριχος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μαλακὰς τρίχας, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 3, 19.

Greek Monolingual

μαλακόθριξ, μαλακότριχος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που έχει απαλό τρίχωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαλακός + θρίξ, τριχός (πρβλ. λευκόθριξ)].

German (Pape)

-τριχος, weichhaarig, Arist. gen.an. 5.3.