γληχωνίτης: Difference between revisions
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[γληχωνίτης]], ο (Α) [[γλήχων]]<br />[[κρασί]] αρωματισμένο με γλήχωνα. | |mltxt=[[γληχωνίτης]], ο (Α) [[γλήχων]]<br />[[κρασί]] αρωματισμένο με γλήχωνα. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[οἶνος]], <i>mit [[Polei]] [[zubereitet]], Geop</i>. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:02, 24 November 2022
English (LSJ)
οἶνος, ὁ, wine prepared with γλήχων, Dsc.5.52, Gp. 8.7.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Grafía: graf. γλιχ- Gp.8.7
aromatizado con poleo οἶνος Dsc.5.52, Colum.12.35, Gp.l.c.
Greek (Liddell-Scott)
γληχωνίτης: οἶνος, ὁ, παρεσκευασμένος μὲ γλήχωνα, Γεωπ. 8, 7.
Greek Monolingual
γληχωνίτης, ο (Α) γλήχων
κρασί αρωματισμένο με γλήχωνα.
German (Pape)
οἶνος, mit Polei zubereitet, Geop.