κρηνοφύλαξ: Difference between revisions
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
m (Text replacement - "<b class="b3">ῠ], ᾰκος, ὁ</b>" to "ῠ], ᾰκος, ὁ") |
m (pape replacement) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κρηνοφύλαξ]], -ακος, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> ο [[φύλακας]] τών κρηνών<br /><b>2.</b> (στην Αθήνα) [[δημόσιος]] [[επιμελητής]] που είχε την [[επιστασία]] της κλεψύδρας<br /><b>3.</b> [[ονομασία]] του ορειχάλκινου αγαλματιδίου λιονταριού που ήταν τοποθετημένο [[πάνω]] από [[πηγή]] που τροφοδοτούσε την [[κλεψύδρα]]. | |mltxt=[[κρηνοφύλαξ]], -ακος, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> ο [[φύλακας]] τών κρηνών<br /><b>2.</b> (στην Αθήνα) [[δημόσιος]] [[επιμελητής]] που είχε την [[επιστασία]] της κλεψύδρας<br /><b>3.</b> [[ονομασία]] του ορειχάλκινου αγαλματιδίου λιονταριού που ήταν τοποθετημένο [[πάνω]] από [[πηγή]] που τροφοδοτούσε την [[κλεψύδρα]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ακος, ὁ, <i>der [[Wächter]], [[Aufseher]] über die [[Quellen]] und [[Brunnen]]</i>, in [[Athen]] ein [[Staatsamt]], Poll. 8.113. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:02, 24 November 2022
English (LSJ)
[ῠ], ᾰκος, ὁ, A warden of the springs, IG11(2).159A61, 161 A85 (Delos, iii B. C.); at Athens, official in charge of the κλεψύδρα, Poll.8.113, Phot. 2 bronze lion which stood over the spring that supplied the κλεψύδρα, Poll.l.c., Phot.
Greek (Liddell-Scott)
κρηνοφύλαξ: ῠ, -ᾰκος, ὁ, καὶ ἡ, ἐν Ἀθήναις δημόσιος ἐπιμελητὴς ἔχων τὴν ἐπιστασίαν τῆς κλεψύδρας, Πολυδ. Ηʹ, 112, Φώτ., Ἐτυμολ. Μέγ.· κρηνοφυλάκιον, τό, τὸ ἀξίωμα τοῦ κρηνο-φύλακος, Πολυδ. αὐτοθ. ‒ Τὸ ὄνομα τοῦτο δίδοται ὡσαύτως καὶ εἰς τὸν λέοντα, ὅστις ἵστατο ὑπεράνω τῆς πηγῆς ἐξ ἧς ἐλάμβανε τὸ ὕδωρ ἡ κλεψύδρα, αὐτόθι.
Greek Monolingual
κρηνοφύλαξ, -ακος, ὁ (Α)
1. ο φύλακας τών κρηνών
2. (στην Αθήνα) δημόσιος επιμελητής που είχε την επιστασία της κλεψύδρας
3. ονομασία του ορειχάλκινου αγαλματιδίου λιονταριού που ήταν τοποθετημένο πάνω από πηγή που τροφοδοτούσε την κλεψύδρα.
German (Pape)
ακος, ὁ, der Wächter, Aufseher über die Quellen und Brunnen, in Athen ein Staatsamt, Poll. 8.113.