πανδαίσιον: Difference between revisions

From LSJ

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source
(6_21)
 
m (pape replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''πανδαίσιον''': τό, ἴδε [[πανδαισία]].
|lstext='''πανδαίσιον''': τό, ἴδε [[πανδαισία]].
}}
{{grml
|mltxt=το, Α<br />([[κατά]] τον <b>Φώτ.</b> και το λεξ. [[Σούδα]]) «[[πανδαισία]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. του [[πανδαισία]], με [[αλλαγή]] γένους].
}}
{{pape
|ptext=τό, = [[πανδαισία]], πανδαίσια λόγων, Agath. proœm. <i>Anth</i>. 2.
}}
}}

Latest revision as of 17:02, 24 November 2022

Greek (Liddell-Scott)

πανδαίσιον: τό, ἴδε πανδαισία.

Greek Monolingual

το, Α
(κατά τον Φώτ. και το λεξ. Σούδα) «πανδαισία».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του πανδαισία, με αλλαγή γένους].

German (Pape)

τό, = πανδαισία, πανδαίσια λόγων, Agath. proœm. Anth. 2.