τρισοϊζυρός: Difference between revisions

From LSJ

ὅσον ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ ἐφεωρᾶτο τῆς νήσου → as much of the island as was in view from the temple

Source
(6_4)
 
m (pape replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''τρισοϊζυρός''': -ά, -όν, ὁ [[ἄγαν]] [[ὀϊζυρός]], [[πάνυ]] [[δυστυχής]], [[τρισάθλιος]], Ἀρχίλ. 116. ― Ἐν Ἐτυμ. Μεγ. 279. 17, Ἐτυμ. Γουδ. 585. 14 τρισόζωος (ἀλλὰ τρισόζυος ἐν ἑνὶ βιβλίῳ) μνημονεύεται ἐκ τοῦ Αἰσχύλου.
|lstext='''τρισοϊζυρός''': -ά, -όν, ὁ [[ἄγαν]] [[ὀϊζυρός]], [[πάνυ]] [[δυστυχής]], [[τρισάθλιος]], Ἀρχίλ. 116. ― Ἐν Ἐτυμ. Μεγ. 279. 17, Ἐτυμ. Γουδ. 585. 14 τρισόζωος (ἀλλὰ τρισόζυος ἐν ἑνὶ βιβλίῳ) μνημονεύεται ἐκ τοῦ Αἰσχύλου.
}}
{{grml
|mltxt=-ά, -όν, Α<br /> [[τρισάθλιος]], αντιπαθέστατος.<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> επιτ. <i>τρισ</i>-/<i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ὀϊζυρός]] «[[άθλιος]], [[αξιολύπητος]]»].
}}
{{pape
|ptext=auch 3 Endgn, <i>[[dreimal]], sehr [[unglücklich]]</i>, Archil. 88.
}}
}}

Latest revision as of 17:03, 24 November 2022

Greek (Liddell-Scott)

τρισοϊζυρός: -ά, -όν, ὁ ἄγαν ὀϊζυρός, πάνυ δυστυχής, τρισάθλιος, Ἀρχίλ. 116. ― Ἐν Ἐτυμ. Μεγ. 279. 17, Ἐτυμ. Γουδ. 585. 14 τρισόζωος (ἀλλὰ τρισόζυος ἐν ἑνὶ βιβλίῳ) μνημονεύεται ἐκ τοῦ Αἰσχύλου.

Greek Monolingual

-ά, -όν, Α
τρισάθλιος, αντιπαθέστατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. τρισ-/τρι- + ὀϊζυρός «άθλιος, αξιολύπητος»].

German (Pape)

auch 3 Endgn, dreimal, sehr unglücklich, Archil. 88.