ἀργομέτωπος: Difference between revisions

From LSJ

Ἱκανῶς βιώσεις γηροβοσκῶν τοὺς γονεῖς → Senes parentes qui fovet, vivet diu → Hinlänglich lebst du, wenn du greise Eltern pflegst

Menander, Monostichoi, 270
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (pape replacement)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀργομέτωπος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει την [[επιφάνεια]] ακατέργαστη («ἀργομέτωποι λίθοι»).
|mltxt=[[ἀργομέτωπος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει την [[επιφάνεια]] ακατέργαστη («ἀργομέτωποι λίθοι»).
}}
{{pape
|ptext=λίθοι, Mathem., <i>vorn unbehauene [[Steine]]</i>.
}}
}}

Revision as of 17:03, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀργομέτωπος Medium diacritics: ἀργομέτωπος Low diacritics: αργομέτωπος Capitals: ΑΡΓΟΜΕΤΩΠΟΣ
Transliteration A: argométōpos Transliteration B: argometōpos Transliteration C: argometopos Beta Code: a)rgome/twpos

English (LSJ)

ον, with rough-hewn faces, λίθοι Ph.Bel.82.5.

Spanish (DGE)

-ον
arq. cuyo paramento exterior está sin tallar λίθοι Ph.Mech.82.5, cf. IG 22.463.40 (IV a.C.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀργομέτωπος: -ον, ἀκατέργαστον ἔχων τὴν ἐπιφάνειαν, λίθοι ἀργομέτωποι Φίλων Βελοπ. 82.

Greek Monolingual

ἀργομέτωπος, -ον (Α)
αυτός που έχει την επιφάνεια ακατέργαστη («ἀργομέτωποι λίθοι»).

German (Pape)

λίθοι, Mathem., vorn unbehauene Steine.