ἀργομέτωπος: Difference between revisions
From LSJ
Ἱκανῶς βιώσεις γηροβοσκῶν τοὺς γονεῖς → Senes parentes qui fovet, vivet diu → Hinlänglich lebst du, wenn du greise Eltern pflegst
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀργομέτωπος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει την [[επιφάνεια]] ακατέργαστη («ἀργομέτωποι λίθοι»). | |mltxt=[[ἀργομέτωπος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει την [[επιφάνεια]] ακατέργαστη («ἀργομέτωποι λίθοι»). | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=λίθοι, Mathem., <i>vorn unbehauene [[Steine]]</i>. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:03, 24 November 2022
English (LSJ)
ον, with rough-hewn faces, λίθοι Ph.Bel.82.5.
Spanish (DGE)
-ον
arq. cuyo paramento exterior está sin tallar λίθοι Ph.Mech.82.5, cf. IG 22.463.40 (IV a.C.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀργομέτωπος: -ον, ἀκατέργαστον ἔχων τὴν ἐπιφάνειαν, λίθοι ἀργομέτωποι Φίλων Βελοπ. 82.
Greek Monolingual
ἀργομέτωπος, -ον (Α)
αυτός που έχει την επιφάνεια ακατέργαστη («ἀργομέτωποι λίθοι»).
German (Pape)
λίθοι, Mathem., vorn unbehauene Steine.