λυπησίλογος: Difference between revisions

From LSJ

αἰψηρὸς δὲ κόρος κρυεροῖο γόοιο (Odyssey 4.103) → satiety in grief comes soon

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λυπησίλογος]], -ον (Α)<br />αυτός που με τα [[λόγια]] του προξενεί [[λύπη]], [[ενόχληση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>λυπησ</i>- του αορ. του <i>λυπῶ</i> <span style="color: red;">+</span> -[[λόγος]], σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]].
|mltxt=[[λυπησίλογος]], -ον (Α)<br />αυτός που με τα [[λόγια]] του προξενεί [[λύπη]], [[ενόχληση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>λυπησ</i>- του αορ. του <i>λυπῶ</i> <span style="color: red;">+</span> -[[λόγος]], σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]].
}}
{{pape
|ptext=[ῡ], <i>durch [[Reden]] [[kränkend]]</i>; Phryn. in <i>B.A</i>. 9; Cratin. bei Suid.
}}
}}

Revision as of 17:04, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῡπησίλογος Medium diacritics: λυπησίλογος Low diacritics: λυπησίλογος Capitals: ΛΥΠΗΣΙΛΟΓΟΣ
Transliteration A: lypēsílogos Transliteration B: lypēsilogos Transliteration C: lypisilogos Beta Code: luphsi/logos

English (LSJ)

[ῐ], ον, giving pain by talking, Cratin.343.

Greek (Liddell-Scott)

λῡπησίλογος: -ον, προξενῶν λύπην διὰ τῶν λόγων αὐτοῦ, Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 42.

Greek Monolingual

λυπησίλογος, -ον (Α)
αυτός που με τα λόγια του προξενεί λύπη, ενόχληση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λυπησ- του αορ. του λυπῶ + -λόγος, σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος.

German (Pape)

[ῡ], durch Reden kränkend; Phryn. in B.A. 9; Cratin. bei Suid.