λυπησίλογος: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (pape replacement) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λυπησίλογος]], -ον (Α)<br />αυτός που με τα [[λόγια]] του προξενεί [[λύπη]], [[ενόχληση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>λυπησ</i>- του αορ. του <i>λυπῶ</i> <span style="color: red;">+</span> -[[λόγος]], σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]]. | |mltxt=[[λυπησίλογος]], -ον (Α)<br />αυτός που με τα [[λόγια]] του προξενεί [[λύπη]], [[ενόχληση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>λυπησ</i>- του αορ. του <i>λυπῶ</i> <span style="color: red;">+</span> -[[λόγος]], σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[ῡ], <i>durch [[Reden]] [[kränkend]]</i>; Phryn. in <i>B.A</i>. 9; Cratin. bei Suid. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:04, 24 November 2022
English (LSJ)
[ῐ], ον, giving pain by talking, Cratin.343.
Greek (Liddell-Scott)
λῡπησίλογος: -ον, προξενῶν λύπην διὰ τῶν λόγων αὐτοῦ, Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 42.
Greek Monolingual
λυπησίλογος, -ον (Α)
αυτός που με τα λόγια του προξενεί λύπη, ενόχληση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λυπησ- του αορ. του λυπῶ + -λόγος, σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος.
German (Pape)
[ῡ], durch Reden kränkend; Phryn. in B.A. 9; Cratin. bei Suid.