νομοδείκτης: Difference between revisions

From LSJ

ἀνθρωπεία φύσις πολεμία τοῦ προὔχοντος → human nature is hostile to all that is eminent

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (pape replacement)
Line 27: Line 27:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=νομο-[[δείκτης]], ου, ὁ,<br />one who explains laws, Plut.
|mdlsjtxt=νομο-[[δείκτης]], ου, ὁ,<br />one who explains laws, Plut.
}}
{{pape
|ptext=ὁ, <i>der die [[Gesetze]] zeigt, [[lehrt]], [[auslegt]]</i>, Plut. <i>T.Gracch</i>. 9.
}}
}}

Revision as of 17:05, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νομοδείκτης Medium diacritics: νομοδείκτης Low diacritics: νομοδείκτης Capitals: ΝΟΜΟΔΕΙΚΤΗΣ
Transliteration A: nomodeíktēs Transliteration B: nomodeiktēs Transliteration C: nomodeiktis Beta Code: nomodei/kths

English (LSJ)

ου, Dor. -τας, ὁ, one who explains laws, legal adviser, IG5(1).1390.114 (Andania, i B.C.), BSA26.166 (Sparta), IGRom.4.468.19 (Pergam.), Plu.TG9.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui explique les lois, jurisconsulte.
Étymologie: νόμος, δείκνυμι.

Russian (Dvoretsky)

νομοδείκτης: ου ὁ толкователь законов, законовед Plut.

Greek (Liddell-Scott)

νομοδείκτης: -ου, ὁ, ὁ ἑρμηνεύων τοὺς νόμους, Πλουτ. Τ. Γράκχ. 9.

Greek Monolingual

νομοδείκτης, δωρ. τ. νομοδείκτας, ὁ (Α)
ερμηνευτής νόμων, νομικός σύμβουλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόμος + δείκτης (< δείκνυμι)].

Greek Monotonic

νομοδείκτης: -ου, ὁ, ερμηνευτής νόμων, σε Πλούτ.

Middle Liddell

νομο-δείκτης, ου, ὁ,
one who explains laws, Plut.

German (Pape)

ὁ, der die Gesetze zeigt, lehrt, auslegt, Plut. T.Gracch. 9.