τραχηλισμός: Difference between revisions

From LSJ

κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (pape replacement)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ [[τραχηλίζω]]<br />(στην [[πάλη]]) [[τέχνασμα]] με το οποίο ο [[παλαιστής]] προσπαθεί να συλλάβει τον αντίπαλό του από τον τράχηλο για να τον καταβάλει άμεσα και [[γρήγορα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> σπασμωδική [[συστολή]] του τραχήλου [[κατά]] τη [[διάρκεια]] επιληπτικού παροξυσμού, που επιφέρει [[δυσχέρεια]] στη φλεβική [[κυκλοφορία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[δυσκίνητος]] ή [[άκαμπτος]] [[τράχηλος]].
|mltxt=ο, ΝΑ [[τραχηλίζω]]<br />(στην [[πάλη]]) [[τέχνασμα]] με το οποίο ο [[παλαιστής]] προσπαθεί να συλλάβει τον αντίπαλό του από τον τράχηλο για να τον καταβάλει άμεσα και [[γρήγορα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> σπασμωδική [[συστολή]] του τραχήλου [[κατά]] τη [[διάρκεια]] επιληπτικού παροξυσμού, που επιφέρει [[δυσχέρεια]] στη φλεβική [[κυκλοφορία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[δυσκίνητος]] ή [[άκαμπτος]] [[τράχηλος]].
}}
{{pape
|ptext=ὁ, <i>das [[Umbiegen]], Zurückdrehen des Halses</i>; Plut. <i>cupid.divit</i>. 7 a.E.; Luc. <i>Lexiph</i>. 5.
}}
}}

Revision as of 17:06, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρᾰχηλισμός Medium diacritics: τραχηλισμός Low diacritics: τραχηλισμός Capitals: ΤΡΑΧΗΛΙΣΜΟΣ
Transliteration A: trachēlismós Transliteration B: trachēlismos Transliteration C: trachilismos Beta Code: traxhlismo/s

English (LSJ)

ὁ, A seizing by the neck, 'scragging', a trick in wrestling and ball-play, Plu.2.526e, Luc.Lex.5, Gal.Parv.Pil.2 (pl.), Ath.1.14f (pl.). 2 wry neck, stiff neck, Diocl.Fr.141 (pl.).

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
action de renverser qqn le cou en arrière.
Étymologie: τραχηλίζω.

Russian (Dvoretsky)

τρᾰχηλισμός:запрокидывание головы (противнику), хватание за горло Plut., Luc.

Greek (Liddell-Scott)

τρᾰχηλισμός: ὁ, τὸ τραχηλίζειν, λαμβάνειν τινὰ ἀπὸ τοῦ τραχήλου, τέχνασμα παλαιστικόν, Λουκ. Λεξιφ. 5, Πλούτ. 2. 527Ε, Ἀθήν. 14F.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ τραχηλίζω
(στην πάλη) τέχνασμα με το οποίο ο παλαιστής προσπαθεί να συλλάβει τον αντίπαλό του από τον τράχηλο για να τον καταβάλει άμεσα και γρήγορα
νεοελλ.
ιατρ. σπασμωδική συστολή του τραχήλου κατά τη διάρκεια επιληπτικού παροξυσμού, που επιφέρει δυσχέρεια στη φλεβική κυκλοφορία
αρχ.
δυσκίνητος ή άκαμπτος τράχηλος.

German (Pape)

ὁ, das Umbiegen, Zurückdrehen des Halses; Plut. cupid.divit. 7 a.E.; Luc. Lexiph. 5.