αὐλιστήριον: Difference between revisions
From LSJ
ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}})" to "$1$3 $2") |
m (pape replacement) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''αὐλιστήριον''': τό, [[μάνδρα]], Στοβ. Ἐκκλ. 1. 1074, [[κατάλυμα]], Ἀκύλ. Π. Δ., Ἡσύχ. ἐν λ. συοβαύβαλοι. | |lstext='''αὐλιστήριον''': τό, [[μάνδρα]], Στοβ. Ἐκκλ. 1. 1074, [[κατάλυμα]], Ἀκύλ. Π. Δ., Ἡσύχ. ἐν λ. συοβαύβαλοι. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=τό, <i>[[Stall]]</i>, Stob. <i>ecl. phys</i>. 1.52. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:07, 24 November 2022
English (LSJ)
τό, stall, steading, Herm. ap. Stob.1.49.68, Aq.Is.10.29, Hsch. s.v. συοβαύβαλοι.
Spanish (DGE)
-ου, τό
redil, aprisco Aq.Is.10.29, Corp.Herm.Fr.25.7, Hsch.s.u. συοβαύβαλοι.
Greek (Liddell-Scott)
αὐλιστήριον: τό, μάνδρα, Στοβ. Ἐκκλ. 1. 1074, κατάλυμα, Ἀκύλ. Π. Δ., Ἡσύχ. ἐν λ. συοβαύβαλοι.
German (Pape)
τό, Stall, Stob. ecl. phys. 1.52.