νηλιτόποινος: Difference between revisions

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
(27)
m (pape replacement)
 
Line 4: Line 4:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νηλιτόποινος]], -ον (Α)<br />[[νηλεόποινος]].
|mltxt=[[νηλιτόποινος]], -ον (Α)<br />[[νηλεόποινος]].
}}
{{pape
|ptext=Conj. für [[νηλεόποινος]].
}}
}}

Latest revision as of 17:08, 24 November 2022

Greek (Liddell-Scott)

νηλιτόποινος: -ον, κατ’ εἰκασίαν τοῦ Ruhnk. ἀντὶ νηλεόποινος ἐν Ὀρφ. Ἀργ. 1362.

Greek Monolingual

νηλιτόποινος, -ον (Α)
νηλεόποινος.

German (Pape)

Conj. für νηλεόποινος.