κραυγαστικός: Difference between revisions

From LSJ

τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κραυγαστικός]], -ή, -όν (Α) [[κραυγάζω]]<br /><b>1.</b> αυτός που αρέσκεται να κραυγάζει<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ κραυγαστικόν</i><br />η [[ιδιότητα]] εκείνου που αρέσκεται να κραυγάζει, του φωνακλά.
|mltxt=[[κραυγαστικός]], -ή, -όν (Α) [[κραυγάζω]]<br /><b>1.</b> αυτός που αρέσκεται να κραυγάζει<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ κραυγαστικόν</i><br />η [[ιδιότητα]] εκείνου που αρέσκεται να κραυγάζει, του φωνακλά.
}}
{{pape
|ptext=<i>gern [[schreiend]]; Schol. Il</i>. 1.575 und Sp.<br><span class="ggns">• Adv.</span>, <i>Schol. Ar. Eq</i>. 485.
}}
}}

Revision as of 17:08, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κραυγαστικός Medium diacritics: κραυγαστικός Low diacritics: κραυγαστικός Capitals: ΚΡΑΥΓΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: kraugastikós Transliteration B: kraugastikos Transliteration C: kravgastikos Beta Code: kraugastiko/s

English (LSJ)

ή, όν, vociferous, Procl.Par.Ptol.230, Sch.Il. 1.575; τὸ κ. Sch.Ar.Pax1078. Adv. -κῶς Sch.Ar.Eq.485.

Greek (Liddell-Scott)

κραυγαστικός: -ή, -όν, ὁ ἀγαπῶν νὰ κραυγάζῃ, «φωνακλᾶς», κραυγαστικούς, πλήκτας, προπετεῖς Πρόκλ. παράφρ. Πτολ. 230, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Α. 575, κτλ. Ἐπίρρ. -κῶς, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 485.

Greek Monolingual

κραυγαστικός, -ή, -όν (Α) κραυγάζω
1. αυτός που αρέσκεται να κραυγάζει
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κραυγαστικόν
η ιδιότητα εκείνου που αρέσκεται να κραυγάζει, του φωνακλά.

German (Pape)

gern schreiend; Schol. Il. 1.575 und Sp.
• Adv., Schol. Ar. Eq. 485.