γιγγλυμοειδής: Difference between revisions
From LSJ
Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=[[γιγγλυμοειδής]] -ές [[γίγγλυμος]], [[εἶδος]] op een scharnier lijkend. Hp. Fract. 2. | |elnltext=[[γιγγλυμοειδής]] -ές [[γίγγλυμος]], [[εἶδος]] op een scharnier lijkend. Hp. Fract. 2. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ές, <i>nach Art des [[γίγγλυμος]]</i>, Hippocr. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:11, 24 November 2022
English (LSJ)
ές, like a hinge, τοῦ βραχίονος τὸ γ. Hp.Fract.2, Gal.2.735. Adv. -δῶς Gal.18(1).513.
Spanish (DGE)
-ές
medic.
1 semejante a un gozne τοῦ ... βραχίονος τὸ γιγγλυμοειδές la articulación del codo Hp.Fract.2, cf. Gal.2.735.
2 adv. -ῶς a la manera de goznes γ. ... τοὺς σφονδύλους συγκεῖσθαι las vértebras están dispuestas como goznes Gal.18(1).513, τὸ γ. ἀλλήλοις συμβάλλειν Gal.2.735.
Greek (Liddell-Scott)
γιγγλῠμοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς γίγγλυμον, Ἱππ. Ἀγμ. 751. - Ἐπίρρ. -δῶς Γαλην.
Greek Monolingual
γιγγλυμοειδής, -ές (Α)
όμοιος με γίγγλυμο.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γιγγλυμοειδής -ές γίγγλυμος, εἶδος op een scharnier lijkend. Hp. Fract. 2.
German (Pape)
ές, nach Art des γίγγλυμος, Hippocr.