διαρρικνόομαι: Difference between revisions
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}})" to "$1$3 $2") |
m (pape replacement) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διαρρικνόομαι''': [[κάμπτω]] τὴν ὀσφὺν ἀσχημόνως, [[λυγίζω]] τὸ [[σῶμα]], ἐπὶ ἀπρεποῦς τινος ὀρχήσεως, Κρατῖν. Τροφ. 4. | |lstext='''διαρρικνόομαι''': [[κάμπτω]] τὴν ὀσφὺν ἀσχημόνως, [[λυγίζω]] τὸ [[σῶμα]], ἐπὶ ἀπρεποῦς τινος ὀρχήσεως, Κρατῖν. Τροφ. 4. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=Cratin. <i>EM</i>. 270.5. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:11, 24 November 2022
English (LSJ)
draw up and twist the body, of an unseemly kind of dance, Cratin.219.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): διαρικ- Hsch.s.u. διαρικνοῦσθαι
1 mover las caderas indecorosamente al bailar el κόρδαξ: ξίφιζε καὶ πόδιζε καὶ διαρρικνοῦ Cratin.234, cf. Hsch.s.uu. διαρικνοῦσθαι y διερικνοῦντο, Paus.Gr.δ 13.
2 encorvarse, hacerse ganchudo Hsch.s.u. διερικνοῦντο.
3 arrugar en v. pas. τὸ ῥυπῶδες τοῦ τριβωνίου καὶ διερρικνωμένον Tz.Comm.Ar.1.184.16.
Greek (Liddell-Scott)
διαρρικνόομαι: κάμπτω τὴν ὀσφὺν ἀσχημόνως, λυγίζω τὸ σῶμα, ἐπὶ ἀπρεποῦς τινος ὀρχήσεως, Κρατῖν. Τροφ. 4.
German (Pape)
Cratin. EM. 270.5.