ἡμιρρομβιαῖος: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (pape replacement) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἡμιρρομβιαῖος, -αία, -ον (Α) [[ημιρρόμβιο]]<br />αυτός που μοιάζει με [[ημιρρόμβιο]] ή έχει [[σχήμα]] ημιρρομβίου. | |mltxt=ἡμιρρομβιαῖος, -αία, -ον (Α) [[ημιρρόμβιο]]<br />αυτός που μοιάζει με [[ημιρρόμβιο]] ή έχει [[σχήμα]] ημιρρομβίου. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=adj. von [[ἡμιρρόμβιον]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:11, 24 November 2022
English (LSJ)
α, ον, like a ἡμιρρόμβιον, Gal.18(1).788.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμιρρομβιαῖος: -α, -ον, ὡς τὸ ἡμιρρόμβιον, Γαλην. 12. σ. 477.
Greek Monolingual
ἡμιρρομβιαῖος, -αία, -ον (Α) ημιρρόμβιο
αυτός που μοιάζει με ημιρρόμβιο ή έχει σχήμα ημιρρομβίου.
German (Pape)
adj. von ἡμιρρόμβιον.