ἡμιρρομβιαῖος: Difference between revisions

From LSJ

μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡμιρρομβιαῖος, -αία, -ον (Α) [[ημιρρόμβιο]]<br />αυτός που μοιάζει με [[ημιρρόμβιο]] ή έχει [[σχήμα]] ημιρρομβίου.
|mltxt=ἡμιρρομβιαῖος, -αία, -ον (Α) [[ημιρρόμβιο]]<br />αυτός που μοιάζει με [[ημιρρόμβιο]] ή έχει [[σχήμα]] ημιρρομβίου.
}}
{{pape
|ptext=adj. von [[ἡμιρρόμβιον]].
}}
}}

Revision as of 17:11, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμιρρομβιαῖος Medium diacritics: ἡμιρρομβιαῖος Low diacritics: ημιρρομβιαίος Capitals: ΗΜΙΡΡΟΜΒΙΑΙΟΣ
Transliteration A: hēmirrombiaîos Transliteration B: hēmirrombiaios Transliteration C: imirromviaios Beta Code: h(mirrombiai=os

English (LSJ)

α, ον, like a ἡμιρρόμβιον, Gal.18(1).788.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμιρρομβιαῖος: -α, -ον, ὡς τὸ ἡμιρρόμβιον, Γαλην. 12. σ. 477.

Greek Monolingual

ἡμιρρομβιαῖος, -αία, -ον (Α) ημιρρόμβιο
αυτός που μοιάζει με ημιρρόμβιο ή έχει σχήμα ημιρρομβίου.

German (Pape)

adj. von ἡμιρρόμβιον.