νομισματοπώλης: Difference between revisions

From LSJ

ὅσον ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ ἐφεωρᾶτο τῆς νήσου → as much of the island as was in view from the temple

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[νομισματοπώλης]])<br />αυτός που ανταλλάσσει νομίσματα, [[αργυραμοιβός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πωλητής]] αρχαίων νομισμάτων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νόμισμα]], -<i>ατος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[πώλης]] (<span style="color: red;"><</span> <i>πωλῶ</i>)].
|mltxt=ο (Α [[νομισματοπώλης]])<br />αυτός που ανταλλάσσει νομίσματα, [[αργυραμοιβός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πωλητής]] αρχαίων νομισμάτων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νόμισμα]], -<i>ατος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[πώλης]] (<span style="color: red;"><</span> <i>πωλῶ</i>)].
}}
{{pape
|ptext=ὁ, <i>[[Münzenhändler]], [[Geldwechsler]]</i> (?).
}}
}}

Revision as of 17:12, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νομισμᾰτοπώλης Medium diacritics: νομισματοπώλης Low diacritics: νομισματοπώλης Capitals: ΝΟΜΙΣΜΑΤΟΠΩΛΗΣ
Transliteration A: nomismatopṓlēs Transliteration B: nomismatopōlēs Transliteration C: nomismatopolis Beta Code: nomismatopw/lhs

English (LSJ)

ου, ὁ, money-changer, Poll.7.170.

Greek (Liddell-Scott)

νομισμᾰτοπώλης: -ου, ὁ, ἀργυραμοιβός, Πολυδ. Ζ΄, 170.

Greek Monolingual

ο (Α νομισματοπώλης)
αυτός που ανταλλάσσει νομίσματα, αργυραμοιβός
νεοελλ.
πωλητής αρχαίων νομισμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόμισμα, -ατος + -πώλης (< πωλῶ)].

German (Pape)

ὁ, Münzenhändler, Geldwechsler (?).