μούσειος: Difference between revisions

From LSJ

εἰπὼν ἃ θέλεις, ἀντάκουε ἃ μὴ θέλεις → if you say what you want, hear in response what you don't want

Source
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;")
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> des Muses;<br /><b>2</b> musical.<br />'''Étymologie:''' [[μοῦσα]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> [[des Muses]];<br /><b>2</b> musical.<br />'''Étymologie:''' [[μοῦσα]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 19:00, 28 November 2022

German (Pape)

[Seite 211] von den Musen; ἕδρα, Eur. Bacch. 408; κέλαδος, Ep. ad. 419 (IX, 372); vgl. Lob. Phryn. 311.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 des Muses;
2 musical.
Étymologie: μοῦσα.

Greek Monolingual

μούσειος, -ον, αιολ. τ. μοισαῖος, -αία, -ον (Α)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις Μούσες
2. μουσικός
3. φρ. α) «μοισαῖον ἅρμα» — το άρμα της ποίησης
β) «μοισαῖος λίθος» — μνημείο από άσματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μούσα (Ι) + κατάλ. -ειος (πρβλ. ίππ-ειος, κήπ-ειος)].

Russian (Dvoretsky)

μούσειος: 2, эол. μουσαῖος 3, дор. μοισαῖος 3
1 принадлежащий музам (ἅρμα Pind.; ἕδρα Eur.);
2 музыкальный (κέλαδος Anth.).