λυσιτελῶ: Difference between revisions
From LSJ
(CSV import) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=(=ὠφελῶ). Ἀπό τό [[λυσιτελής]] (αὐτός πού πληρώνει τά ἔξοδα, [[ὠφέλιμος]]), [[σύνθετο]] ἀπό τό [[λύω]] (=πληρώνω) + [[τέλος]] (=[[φόρος]]).<br><b>Παράγωγα:</b> [[λυσιτέλεια]] (=[[ὠφέλεια]]), [[λυσιτελούντως]] (=ὠφέλιμα), [[ἀλυσιτελής]] (=ἀνώφελος). | |mantxt=(=[[ὠφελῶ]]). Ἀπό τό [[λυσιτελής]] (αὐτός πού πληρώνει τά ἔξοδα, [[ὠφέλιμος]]), [[σύνθετο]] ἀπό τό [[λύω]] (=[[πληρώνω]]) + [[τέλος]] (=[[φόρος]]).<br><b>Παράγωγα:</b> [[λυσιτέλεια]] (=[[ὠφέλεια]]), [[λυσιτελούντως]] (=[[ὠφέλιμα]]), [[ἀλυσιτελής]] (=[[ἀνώφελος]]). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:12, 29 November 2022
Mantoulidis Etymological
(=ὠφελῶ). Ἀπό τό λυσιτελής (αὐτός πού πληρώνει τά ἔξοδα, ὠφέλιμος), σύνθετο ἀπό τό λύω (=πληρώνω) + τέλος (=φόρος).
Παράγωγα: λυσιτέλεια (=ὠφέλεια), λυσιτελούντως (=ὠφέλιμα), ἀλυσιτελής (=ἀνώφελος).