μηνίτης: Difference between revisions

From LSJ

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source
(6_3)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''μηνίτης''': [ῑ], -ου, ὁ, [[ὀργίλος]] ἢ ὠργισμένος [[ἄνθρωπος]], Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 5, 18, [[ἔνθα]] ὁ Schweigh. διορθοῖ [[μηνυτής]], ὁ δὲ Κοραῆς [[ἁπλῶς]] καταβιβάζει τὸν τόνο γράφων μηνιτής, καὶ ἑρμηνεύει [[μνησίκακος]].
|lstext='''μηνίτης''': [ῑ], -ου, ὁ, [[ὀργίλος]] ἢ ὠργισμένος [[ἄνθρωπος]], Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 5, 18, [[ἔνθα]] ὁ Schweigh. διορθοῖ [[μηνυτής]], ὁ δὲ Κοραῆς [[ἁπλῶς]] καταβιβάζει τὸν τόνο γράφων μηνιτής, καὶ ἑρμηνεύει [[μνησίκακος]].
}}
{{mantoulidis
|mantxt=ὁ (=[[ὀργισμένος]]), ἀπό τό [[μηνίω]].
}}
}}

Latest revision as of 12:15, 29 November 2022

German (Pape)

[Seite 175] ὁ, der Zürnende, Arr. Epict. 4, 5, 18.

Greek (Liddell-Scott)

μηνίτης: [ῑ], -ου, ὁ, ὀργίλος ἢ ὠργισμένος ἄνθρωπος, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 5, 18, ἔνθα ὁ Schweigh. διορθοῖ μηνυτής, ὁ δὲ Κοραῆς ἁπλῶς καταβιβάζει τὸν τόνο γράφων μηνιτής, καὶ ἑρμηνεύει μνησίκακος.

Mantoulidis Etymological

ὁ (=ὀργισμένος), ἀπό τό μηνίω.