ραγάς: Difference between revisions

From LSJ

ἐν τῷ ῥά σφι κύκησε γυνὴ εἰκυῖα θεῆισιν οἴνῳ Πραμνείῳ, ἐπὶ δ' αἴγειον κνῆ τυρόν κνήστι χαλκείῃ, ἐπὶ δ' ἄλφιτα λευκὰ πάλυνε. → In it the woman, like the goddesses, mixed Pramnian wine for them, and over it she grated goat cheese with a bronze grater, and sprinkled white barley on it.

Source
(35)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-[[άδος]], ἡ, ΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[ραγάδα]].
|mltxt=-[[άδος]], ἡ, ΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[ραγάδα]].
}}
{{mantoulidis
|mantxt=-άδος (=[[χαραμάδα]]). Ἀπό τό ραγῆναι, ἀπαρ. παθ. ἀόρ. β´ τοῦ [[ρήγνυμι]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
}}

Latest revision as of 12:30, 29 November 2022

Greek Monolingual

-άδος, ἡ, ΜΑ
βλ. ραγάδα.

Mantoulidis Etymological

-άδος (=χαραμάδα). Ἀπό τό ραγῆναι, ἀπαρ. παθ. ἀόρ. β´ τοῦ ρήγνυμι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.