ραγάς: Difference between revisions

From LSJ

ἥσθην πατέρα τὸν ἀμὸν εὐλογοῦντά σε → I was pleased to hear you praising my father

Source
(CSV import)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3")
 
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=-άδος (=χαραμάδα). Ἀπό τό ραγῆναι, ἀπαρ. παθ. ἀόρ. β´ τοῦ [[ρήγνυμι]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
|mantxt=-άδος (=[[χαραμάδα]]). Ἀπό τό ραγῆναι, ἀπαρ. παθ. ἀόρ. β´ τοῦ [[ρήγνυμι]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
}}

Latest revision as of 12:30, 29 November 2022

Greek Monolingual

-άδος, ἡ, ΜΑ
βλ. ραγάδα.

Mantoulidis Etymological

-άδος (=χαραμάδα). Ἀπό τό ραγῆναι, ἀπαρ. παθ. ἀόρ. β´ τοῦ ρήγνυμι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.