ἀπαλλοτριῶ: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+), (\w+)(\))" to "$1, $3$4") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=(=ἀποξενώνω, πωλῶ). Ἀπό τό [[ἀπαλλότριος]] (ἀπό + [[ἀλλότριος]] [[ἄλλος]]). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[ἀπαλλοτρίωσις]] (=[[πούλημα]]). | |mantxt=(=[[ἀποξενώνω]], [[πωλῶ]]). Ἀπό τό [[ἀπαλλότριος]] (ἀπό + [[ἀλλότριος]] [[ἄλλος]]). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[ἀπαλλοτρίωσις]] (=[[πούλημα]]). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:42, 29 November 2022
Mantoulidis Etymological
(=ἀποξενώνω, πωλῶ). Ἀπό τό ἀπαλλότριος (ἀπό + ἀλλότριος ἄλλος). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἀπαλλοτρίωσις (=πούλημα).