γιγαντολέτωρ: Difference between revisions
From LSJ
Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart
(8) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ") |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[γιγαντολέτωρ]], ο (θηλ. γιγαντολέτειρα, η) και [[γιγαντολέτης]], ο(θηλ. γιγαντολέτις, η) (Α)<br />ο [[εξολοθρευτής]] τών Γιγάντων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[γιγαντολέτωρ]] <span style="color: red;"><</span> [[γίγας]](-<i>αντος</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>ολέτωρ</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ολετήρ</i> <span style="color: red;"><</span> <i>όλλυμι</i> «[[καταστρέφω]]» και ο τ. [[γιγαντολέτης]] <span style="color: red;"><</span> [[γίγας]] (-<i>αντος</i>) <span style="color: red;">+</span> -[[ολέτης]] <span style="color: red;"><</span> [[ολέτης]] <span style="color: red;"><</span> <i>όλλυμι</i>]. | |mltxt=[[γιγαντολέτωρ]], ο (θηλ. γιγαντολέτειρα, η) και [[γιγαντολέτης]], ο(θηλ. γιγαντολέτις, η) (Α)<br />ο [[εξολοθρευτής]] τών Γιγάντων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[γιγαντολέτωρ]] <span style="color: red;"><</span> [[γίγας]](-<i>αντος</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>ολέτωρ</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ολετήρ</i> <span style="color: red;"><</span> <i>όλλυμι</i> «[[καταστρέφω]]» και ο τ. [[γιγαντολέτης]] <span style="color: red;"><</span> [[γίγας]] (-<i>αντος</i>) <span style="color: red;">+</span> -[[ολέτης]] <span style="color: red;"><</span> [[ολέτης]] <span style="color: red;"><</span> <i>όλλυμι</i>]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''γῐγαντολέτωρ:''' ορος ὁ Luc. = [[γιγαντολέτης]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=γιγαντολέτωρ -ορος, ὁ [[γίγας]], [[ὄλλυμι]] [[doder van de Giganten]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 13:46, 29 November 2022
Greek Monolingual
γιγαντολέτωρ, ο (θηλ. γιγαντολέτειρα, η) και γιγαντολέτης, ο(θηλ. γιγαντολέτις, η) (Α)
ο εξολοθρευτής τών Γιγάντων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. γιγαντολέτωρ < γίγας(-αντος) + -ολέτωρ < ολετήρ < όλλυμι «καταστρέφω» και ο τ. γιγαντολέτης < γίγας (-αντος) + -ολέτης < ολέτης < όλλυμι].
Russian (Dvoretsky)
γῐγαντολέτωρ: ορος ὁ Luc. = γιγαντολέτης.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γιγαντολέτωρ -ορος, ὁ γίγας, ὄλλυμι doder van de Giganten.