διάκομμα: Difference between revisions
From LSJ
ποίαν παρεξελθοῦσα δαιμόνων δίκην; (Sophocles, Antigone 921) → What law of the gods have I transgressed?
m (pape replacement) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=διάκομμα -ατος, τό [διακόπτω] snede. | |elnltext=διάκομμα -ατος, τό [διακόπτω] [[snede]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=τό, <i>die [[Wunde]]</i>, Hippocr. | |ptext=τό, <i>die [[Wunde]]</i>, Hippocr. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:48, 29 November 2022
English (LSJ)
ατος, τό, A cut, gash, Hp.Prorrh.2.15, Gal.12.816. II breach in an embankment, PPetr.3p.80, al.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 medic. corte, herida Hp.Prorrh.2.15, Gal.12.816.
2 brecha, abertura en un canal de irrigación τὰ διακόμματα τῆς ... διώρυγος PPetr.3.38(a).2.19 (III a.C.), διὰ τὸ μὴ ἐπικεχῶσθαι τὰ διακόμματα PPetr.2.37.1b.14 (III a.C.), τὰ διακόμματα παλαιῶν χωμάτων PPetr.3.45.2.4 (III a.C.), cf. PTeb.781.14 (II a.C.), Ostr.1025 (ptol.).
Greek (Liddell-Scott)
διάκομμα: τό, πληγὴ ἐκ κοψίματος, Ἱππ. Προρρ. 100.
Greek Monolingual
διάκομμα, το (Α) διακόπτω
πληγή από κόψιμο.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διάκομμα -ατος, τό [διακόπτω] snede.
German (Pape)
τό, die Wunde, Hippocr.