καρηβαρής: Difference between revisions
From LSJ
Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ᾽ ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ᾽ ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this life – rather, it is just a corpse with a soul
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=καρηβαρής -ές [κάρα, βαρύς] met een zwaar hoofd. Hp. | |elnltext=καρηβαρής -ές [[[κάρα]], [[βαρύς]]] met een zwaar hoofd. Hp. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:56, 29 November 2022
English (LSJ)
ές, A drowsy, comatose, prob. l. in Hp. Epid.3.6, cf. Gal.16.579. II producing drowsiness, νότος Sch. Arat.786.
German (Pape)
[Seite 1327] ές, mit schwerem Kopf, an Kopfschmerz leidend, Sp.
Greek Monolingual
καρηβαρής, -ές (Α)
αυτός που αισθάνεται βάρος στο κεφάλι, που έχει πονοκέφαλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρη «κεφάλι» + -βαρής (< βάρος), πρβλ. οινοβαρής, χειροβαρής].