Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καταράκτης: Difference between revisions

From LSJ

Γῆ πάντα τίκτει καὶ πάλιν κομίζεται → Tellus ut edit, ita resorbet omnia → Die Erde alles gebiert und wieder in sich birgt

Menander, Monostichoi, 89
m (pape replacement)
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
 
Line 9: Line 9:
|Beta Code=katara/kths
|Beta Code=katara/kths
|Definition=v. [[καταρράκτης]].
|Definition=v. [[καταρράκτης]].
}}
{{pape
|ptext=[[varia lectio|v.l.]] für [[καταρράκτης]].
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καταράκτης]], ὁ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[καταρράκτης]].
|mltxt=[[καταράκτης]], ὁ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[καταρράκτης]].
}}
{{pape
|ptext=[[varia lectio|v.l.]] für [[καταρράκτης]].
}}
}}

Latest revision as of 12:32, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταράκτης Medium diacritics: καταράκτης Low diacritics: καταράκτης Capitals: ΚΑΤΑΡΑΚΤΗΣ
Transliteration A: kataráktēs Transliteration B: kataraktēs Transliteration C: kataraktis Beta Code: katara/kths

English (LSJ)

v. καταρράκτης.

German (Pape)

v.l. für καταρράκτης.

Russian (Dvoretsky)

καταράκτης: = καταρράκτης I.

Greek (Liddell-Scott)

κατᾰράκτης: κατᾰρακτικός, κατᾰρακτικῶς, ἴδε καταρράκτης, καταρρακτικός, καταρρακτικῶς.

Greek Monolingual

καταράκτης, ὁ (Α)
βλ. καταρράκτης.