ἐμπύημα: Difference between revisions

From LSJ

Φρόνημα λιπαρὸν οὐδαμῶς ἀναλίσκεται → Constans animi nulla umquam est consumptio → Ein strahlend heller Geist zehrt keineswegs sich auf

Menander, Monostichoi, 536
m (pape replacement)
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br />medic. [[absceso interno]], [[empiema]] ἐπισκέπτεσθαι δὲ χρὴ τὴν ἀρχὴν τοῦ ἐμπυήματος Hp.<i>Prog</i>.16, cf. 17, 18, <i>Epid</i>.3.1.1, Arist.<i>HA</i> 624<sup>a</sup>17, Aret.<i>SA</i> 1.10.5, ἐμπυήματα χρόνια abscesos crónicos</i> Hp.<i>Art</i>.55, en los riñones, Ruf.<i>Ren.Ves</i>.1.5, en los pulmones, Archig. en Aët.8.73, Gal.7.327, 17(2).793.
|dgtxt=-ματος, τό<br />medic. [[absceso interno]], [[empiema]] ἐπισκέπτεσθαι δὲ χρὴ τὴν ἀρχὴν τοῦ ἐμπυήματος Hp.<i>Prog</i>.16, cf. 17, 18, <i>Epid</i>.3.1.1, Arist.<i>HA</i> 624<sup>a</sup>17, Aret.<i>SA</i> 1.10.5, ἐμπυήματα χρόνια abscesos crónicos</i> Hp.<i>Art</i>.55, en los riñones, Ruf.<i>Ren.Ves</i>.1.5, en los pulmones, Archig. en Aët.8.73, Gal.7.327, 17(2).793.
}}
{{pape
|ptext=τό, <i>[[Geschwür]]</i>, bes. in der [[Lunge]], Medic.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=και εμπύωμα, το (AM [[ἐμπύημα]] και [[ἐμπύωμα]])<br />[[συγκέντρωση]] πύου σ' ένα εσωτερικό ή εξωτερικό [[σημείο]] του σώματος.
|mltxt=και εμπύωμα, το (AM [[ἐμπύημα]] και [[ἐμπύωμα]])<br />[[συγκέντρωση]] πύου σ' ένα εσωτερικό ή εξωτερικό [[σημείο]] του σώματος.
}}
{{pape
|ptext=τό, <i>[[Geschwür]]</i>, bes. in der [[Lunge]], Medic.
}}
}}

Revision as of 13:00, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμπύημα Medium diacritics: ἐμπύημα Low diacritics: εμπύημα Capitals: ΕΜΠΥΗΜΑ
Transliteration A: empýēma Transliteration B: empyēma Transliteration C: empyima Beta Code: e)mpu/hma

English (LSJ)

ατος, τό, gathering, abscess, esp. internal, Hp.Prog.18, Epid.3.1.a/, Arist. HA624a17; of the kidneys, Ruf.Ren.Ves.1.5; of the chest, Archig. ap.Aët.8.73, Gal.17(2).793.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
medic. absceso interno, empiema ἐπισκέπτεσθαι δὲ χρὴ τὴν ἀρχὴν τοῦ ἐμπυήματος Hp.Prog.16, cf. 17, 18, Epid.3.1.1, Arist.HA 624a17, Aret.SA 1.10.5, ἐμπυήματα χρόνια abscesos crónicos Hp.Art.55, en los riñones, Ruf.Ren.Ves.1.5, en los pulmones, Archig. en Aët.8.73, Gal.7.327, 17(2).793.

German (Pape)

τό, Geschwür, bes. in der Lunge, Medic.

Russian (Dvoretsky)

ἐμπύημα: ατος τό нарыв, гнойник Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπύημα: τό, συνάθροισις πύου, «ὄμπυασμα», ἀπόστημα, ἰδίως ἐσωτερικόν, Ἱππ. Προγν. 41, Ἐπιδημ. τ. Γ΄, 1059, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 10.

Greek Monolingual

και εμπύωμα, το (AM ἐμπύημα και ἐμπύωμα)
συγκέντρωση πύου σ' ένα εσωτερικό ή εξωτερικό σημείο του σώματος.