dudoso: Difference between revisions

From LSJ

στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood

Source
(2)
 
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{esel
{{esel
|sltx=[[ἀμφίβολος]], [[ἀγχώμαλος]], [[δίστομος]], [[ἀμφισβητήσιμος]], [[εἰκαστικός]], [[ἀμφίλογος]], [[ἀμφίσβητος]], [[διστάξιμος]], [[ἀμφίγνωμος]], [[ἐνδοιάσιμος]], [[ἀμφίδοξος]], [[ἀμφιδήριτος]], [[ἐνδοιαστός]], [[ἀμφήριστος]], [[δυσωπητός]], [[ἄκριτος]], [[ἄδηλος]], [[ἀφανής]], [[διπλόος]], [[ἀμφίλεκτος]], [[ἀμφίρροπος]], [[ἀμφίβουλος]]
|sltx=[[ἀμφίβολος]], [[ἀγχώμαλος]], [[δίστομος]], [[ἀμφισβητήσιμος]], [[εἰκαστικός]], [[ἀμφίλογος]], [[ἀμφίσβητος]], [[διστάξιμος]], [[ἀμφίγνωμος]], [[ἐνδοιάσιμος]], [[ἀμφίδοξος]], [[ἀμφιδήριτος]], [[ἐνδοιαστός]], [[ἀμφήριστος]], [[δυσωπητός]], [[ἄκριτος]], [[ἄδηλος]], [[ἀφανής]], [[διπλόος]], [[ἀμφίλεκτος]], [[ἀμφίρροπος]], [[ἀμφίβουλος]], [[τὸ ἀμφιβαλλόμενον]]
}}
}}

Latest revision as of 22:29, 3 December 2022