ἀμφήριστος
ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα καὶ σκιὰ μόνον → human being is only a breath and a shadow, man is but a breath and a shadow
English (LSJ)
ἀμφήριστον, (ἐρίζω) contested on both sides, disputed, doubtful, ἀμφήριστον ἔθηκεν, i.e. made it a dead-heat, Il.23.382; γένος ἀ. Call. Jov.5; νεῖκος A.R.3.627; ἐλπίδες Plb.5.85.6; ἐς ἀμφήριστον ἐλθεῖν τινι App.Pun.51; evenly matched, πόλεις Str.8.4.8, cf. Q.S.5.310, Luc.Eun.4, etc.; of stars, of doubtful position, Serap. in Cat.Cod. Astr.1.100.
Spanish (DGE)
-ον
• Morfología: [fem. -α Arat.712]
I 1dudoso, problemático, discutible καὶ ... κεν ... ἀμφήριστον ἔθηκεν y ... habría dejado el resultado dudoso, Il.23.382, 527, γένος Call.Iou.5, νεῖκος A.R.3.627, ἐλπίδες Plb.5.85.6, νίκη App.BC 4.134, ἀγών Ph.2.116, λόγος Luc.ITr.25, δύο ... ἦσαν οἱ ἀμφήριστοι dos ... fueron los dudosos (en llevarse el premio), Luc.Eun.4, οὐκέτι τὰ τῆς πτώσεως ἀμφήριστα A.D.Pron.104.16
•c. conjunción παρέχοντος ἀμφήριστον τὴν ὑπερβολήν, εἰ ... proporcionando una preeminencia dudosa, como si ... I.AI 16.76, ζώνη ... κ' ἀμφήριστα πέλοιτο ἢ ... ἢ ... el cinturón (de estrellas de Perseo) sería dudoso según si ... o si ... Arat.712.
2 comparable, semejante esp. c. dat. ἡ Καρχηδονίων πόλις ... ὑμῖν αὐτοῖς ἐς ἀμφήριστον ... ἐλθοῦσα App.Pun.51, Κράσσος ... ἀμφήριστος ... τῇ δόξῃ τῇ Πομπηίου App.BC 1.121, ἀ. βίῃ Q.S.5.310, cf. ἀμφήριστος ἐν ἀμφοτέρῃσι γενέθλη Opp.H.1.90
•c. gen. τὸ δὲ βρῶμα ἀμφήριστον τῶν ἱματίων Pall.H.Laus.68.4.
3 astrol. de posición dudosa de las estrellas, Serapio en Cat.Cod.Astr.1.100.
II que es objeto de disputa, disputado διὰ τὴν εὐκαιρίαν ... ἀμφήριστοι ... αἱ πόλεις Str.8.4.8, κούρη Orph.A.1317, παρθένος Nonn.D.42.504
•que da lugar a disputa ὕδωρ del agua del Nilo separada por Moisés, Apoll.Met.Ps.105.32 ref. a LXX Nu.20.13.
German (Pape)
[Seite 134] (ἐρίζω), bestritten, unentschieden, Hom. zweimal, vom Wettrenner, Iliad. 23, 382 καί νύ κεν ἢ παρέλασσ' ἢ ἀμφήριστον ἔθηκεν, er hätte den Sieg zweifelhaft gemacht, wäre mit dem Anderen zugleich an's Ziel gekommen; 23, 527 εἰ δέ κ' ἔτι προτέρω γένετο δρόμος ἀμφοτέροισιν, τῷ κέν μιν παρέλασσ' οὐδ' ἀμφήριστον ἔθηκεν, Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ περιεστιγμένη, ὅτι Ζηνόδοτος γράφει ἢ ἀμφήριστον ἔθηκεν, οὐκ εὖ· νῦν γὰρ οὐχ ἁρμόζει, ἐπὶ Διομήδους δὲ τοῦ σύνεγγυς τρέχοντος. διὰ δὲ τούτου βούλεται λέγειν οὐδ' ὅλως ἀμφήριστον; – Apoll. Rh. 3, 627 νεῖκος; Cereal. 3 (VII, 369); ἐλπίδες Pol. 5, 85, 6 Luc. Eun. 4.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
disputé des deux parts ; contesté, douteux, incertain : κεν ἀμφήριστον ἔθηκεν IL il aurait rendu sa victoire douteuse, litt. il aurait fait de lui un vainqueur contesté.
Étymologie: ἀμφί, ἐρίζω.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφήριστος: оспариваемый (с обеих сторон), спорный, сомнительный (ἐλπίδες Polyb., Luc.; ἀ. καὶ ἀδιάκριτος λόγος Luc.): ἀμφήριστον θεῖναι Hom. (о победе) поставить под сомнение, сделать спорным.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφήριστος: -ον, (ἐρίζω) ὁ ἀμφισβητούμενος ἑκατέρωθεν, διαφιλονικούμενος, ἀμφίβολος, ἀμφήριστον ἔθηκεν, ὅ ἐ. κατέστησε τὴν νίκην τοῦ ἀγῶνος ἀμφισβητήσιμον, Ἰλ. Ψ. 382· γένος ἀμφ. Καλλ. εἰς Δία 5· νεῖκος Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 627· ἐλπίδες Πολύβ. 5. 85, 6.
English (Autenrieth)
(ἐρίζω): contested on both sides, doubtful, victory (or victor), Il. 23.382†.
Greek Monolingual
ἀμφήριστος, -ον (Α)
(για πόλεις, νίκες κ.λπ.) αυτός που διεκδικείται και από τις δύο πλευρές, αμφισβητούμενος, αμφίβολος, αβέβαιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι)- + -ήριστος < ἐρίζω.
Greek Monotonic
ἀμφήριστος: -ον (ἐρίζω), αμφισβητούμενος εκατέρωθεν, ἀμφήριστον ἔθηκεν, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
ἐρίζω
contested on both sides, ἀμφήριστον ἔθηκεν, i. e. made it a "drawn" race, Il.