rond: Difference between revisions
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
(nlel) |
m (Text replacement - "(?s)({{nlel\n\|nleltext=)(.*)(\n}}\n{{nlel\n\|nleltext=)(.*)}}" to "$1$2, $4}}") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{nlel | {{nlel | ||
|nleltext=[[γογγύλος]], [[γυρός]], [[κυκλιάς]], [[κύκλιος]], [[κυκλόεις]], [[κυκλοτερής]], [[κυκλωτός]], [[περί]], [[περιτρόχαλος]], [[περιφερής]], [[στρογγύλος]], [[τροχοειδής]] | |nleltext=[[γογγύλος]], [[γυρός]], [[κυκλιάς]], [[κύκλιος]], [[κυκλόεις]], [[κυκλοτερής]], [[κυκλωτός]], [[περί]], [[περιτρόχαλος]], [[περιφερής]], [[στρογγύλος]], [[τροχοειδής]], [[περίτροχος]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:23, 6 December 2022
Dutch > Greek
γογγύλος, γυρός, κυκλιάς, κύκλιος, κυκλόεις, κυκλοτερής, κυκλωτός, περί, περιτρόχαλος, περιφερής, στρογγύλος, τροχοειδής, περίτροχος