οἰκειωτικός: Difference between revisions
ἀπόδοτε οὖν τὰ Καίσαρος Καίσαρι καὶ τὰ τοῦ θεοῦ τῷ θεῷ → So then pay to Caesar what belongs to Caesar, and to God what belongs to God! (Matthew 22:21)
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />qui s'accorde ; | |btext=ή, όν :<br />qui s'accorde ; πρός τι, avec qch.<br />'''Étymologie:''' [[οἰκειόω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 20:45, 6 December 2022
English (LSJ)
ή, όν, A appropriative, τέχνη οἰ. Pl.Sph.223b; τὸ οἰ. πάθος πρὸς ἕκαστα Polystr.Herc.346p.79V. 2 adapting, οἰ. δύναμις πρὸς τὸ καλόν Plu.2.759e.
German (Pape)
[Seite 299] sich aneignend, τέχνη, Plat. Soph. 223 b; passend, πρός τι, im Gegensatz von ἀντιτακτική, Plut. amat. 16 M.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui s'accorde ; πρός τι, avec qch.
Étymologie: οἰκειόω.
Russian (Dvoretsky)
οἰκειωτικός:
1 усваивающий (τέχνη Plat.);
2 приспособленный, приуроченный, т. е. тяготеющий (πρὸς τὸ καλόν Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
οἰκειωτικός: -ή, -όν, (οἰκειόω 2) ὁ εἰς ταὴν οἰκείωσιν ἀνήκων, τέχνη οἰκ. Πλάτ. Σοφ. 223Β. 2) ἁρμοστικός, οἰκ. δύναμις πρός τι Πλούτ. 2. 759Ε.
Greek Monolingual
οἰκειωτικός, -ή, -όν (Α) οικειώ
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οίκείωση ή ο πρόσφορος, ο αρμόδιος για εξοικείωση («τέχνης οἰκειωτικῆς», Πλάτ.)
2. προσοικειωτικός, προσαρμοστικός, αυτός που τείνει προς οικείωση, προς συνάφεια
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ οἰκειωτικόν
εξοικείωση.