προποδηγός: Difference between revisions

From LSJ

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />qui marche devant, qui sert de guide.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ποδηγός]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />[[qui marche devant]], [[qui sert de guide]].<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ποδηγός]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 18:35, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προποδηγός Medium diacritics: προποδηγός Low diacritics: προποδηγός Capitals: ΠΡΟΠΟΔΗΓΟΣ
Transliteration A: propodēgós Transliteration B: propodēgos Transliteration C: propodigos Beta Code: propodhgo/s

English (LSJ)

Dor. προποδ-ᾱγός, όν, going before to show the way, guide, Plu.2.58oc; σκίπωνα προποδαγόν AP6.294 (Phan.): fem. προποδ-ηγέτις, ιδος, Orph.A. 342.

German (Pape)

[Seite 740] vorangehend u. den Weg zeigend; Plut. de gen. Socr. 10; σκήπων Phani. 2 (VII, 994).

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui marche devant, qui sert de guide.
Étymologie: πρό, ποδηγός.

Russian (Dvoretsky)

προποδηγός:
I дор. προποδᾱγός 2 служащий проводником (σχήπων Anth.).
II ὁ проводник (τοῦ βίου Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

προποδηγός: -όν, ὁ προπορευόμενος καὶ δεικνύων τὴν ὁδόν, ὁδηγός, Πλούτ. 2. 580C· πρ. σκήπων Ἀνθ. Π. 6. 294· ― θηλ. προποδηγέτις, -ιδος, Ὀρφ. Ἀργ., 340.

Greek Monolingual

και δωρ. τ. προποδαγός, -όν, και ανώμ. τ. θηλ. προποδηγέτις, -ιδος, Α
αυτός που προπορεύεται και δείχνει τον δρόμο στους άλλους, οδηγός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ποδηγός «οδηγός»].