καρανιστής: Difference between revisions

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
(2b)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1325.png Seite 1325]] ὁ, den Kopf, das Leben kostend, [[μόρος]] Eur. Rhes. 817.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1325.png Seite 1325]] ὁ, den Kopf, das Leben kostend, [[μόρος]] Eur. Rhes. 817.
}}
{{bailly
|btext=οῦ;<br /><i>adj. m.</i><br />[[qui arrache la tête]], [[la vie]].<br />'''Étymologie:''' *καρανίζω de [[κάρα]].
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰρᾱνιστής:''' οῦ adj. m Eur. = [[καρανιστήρ]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κᾰρᾱνιστής''': ῆρος, ὁ, ἀποβλέπων τὴν ἀποτομὴν τῆς κεφαλῆς, καρανιστῆρες ὀφθαλμωρύχοι δίκαι Αἰσχύλ. Εὐμ. 186· - οὕτω, καρανιστὴς [[μόρος]], [[θάνατος]] δι’ ἀποκεφαλισμοῦ, Εὐρ. Ρῆσ. 817.
|lstext='''κᾰρᾱνιστής''': ῆρος, ὁ, ἀποβλέπων τὴν ἀποτομὴν τῆς κεφαλῆς, καρανιστῆρες ὀφθαλμωρύχοι δίκαι Αἰσχύλ. Εὐμ. 186· - οὕτω, καρανιστὴς [[μόρος]], [[θάνατος]] δι’ ἀποκεφαλισμοῦ, Εὐρ. Ρῆσ. 817.
}}
{{bailly
|btext=οῦ;<br /><i>adj. m.</i><br />qui arrache la tête, la vie.<br />'''Étymologie:''' *καρανίζω de [[κάρα]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 14: Line 17:
|lsmtext='''κᾰρᾱνιστής:''' -οῦ, ὁ, = το προηγ., σε Ευρ.
|lsmtext='''κᾰρᾱνιστής:''' -οῦ, ὁ, = το προηγ., σε Ευρ.
}}
}}
{{elru
{{mdlsj
|elrutext='''κᾰρᾱνιστής:''' οῦ adj. m Eur. = [[καρανιστήρ]].
|mdlsjtxt=κᾰρᾱνιστής, οῦ, = κάρᾱνον, Eur.]
}}
}}

Latest revision as of 11:46, 9 January 2023

German (Pape)

[Seite 1325] ὁ, den Kopf, das Leben kostend, μόρος Eur. Rhes. 817.

French (Bailly abrégé)

οῦ;
adj. m.
qui arrache la tête, la vie.
Étymologie: *καρανίζω de κάρα.

Russian (Dvoretsky)

κᾰρᾱνιστής: οῦ adj. m Eur. = καρανιστήρ.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰρᾱνιστής: ῆρος, ὁ, ἀποβλέπων τὴν ἀποτομὴν τῆς κεφαλῆς, καρανιστῆρες ὀφθαλμωρύχοι δίκαι Αἰσχύλ. Εὐμ. 186· - οὕτω, καρανιστὴς μόρος, θάνατος δι’ ἀποκεφαλισμοῦ, Εὐρ. Ρῆσ. 817.

Greek Monolingual

(καρανιστής, ὁ) (Α)
αυτός που θανατώνει με αποκεφαλισμό («καρανιστὴς μόρος» — θάνατος με αποκεφαλισμό, Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρανον, πιθ. μέσω ενός αμάρτ. ρ. καρανίζω].

Greek Monotonic

κᾰρᾱνιστής: -οῦ, ὁ, = το προηγ., σε Ευρ.

Middle Liddell

κᾰρᾱνιστής, οῦ, = κάρᾱνον, Eur.]