ἤπου: Difference between revisions
Σαυτὸν φύλαττε τοῖς τροποῖς ἐλεύθερον → Te liberum ipse moribus praesta tuis → Bewahre deine Freiheit dir durch deine Art
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 3: | Line 3: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>conj.</i><br />ou bien, ou peut-être.<br />'''Étymologie:''' ἤ, που. | |btext=<i>conj.</i><br />[[ou bien]], [[ou peut-être]].<br />'''Étymologie:''' ἤ, που. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἤπου:''' и ἤ που или (же), что-ли (ἤ. ἐν Ὀρχομενῷ ἢ ἐν Πύλῳ Hom.): ἤ. τίς [[σφιν]] ἔνισπε, ἤ. νυ καὶ αὐτῶν θυμὸς ἐποτρύνει Hom. или кто-либо им сказал, или же собственное чувство подсказало. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 13: | Line 16: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἤπου:''' ή [[ἤπου]], με τροποποιημένη [[σημασία]] από το <i>που</i>, [[παρά]] ίσως, ή [[ενδεχομένως]], σε Όμηρ. | |lsmtext='''ἤπου:''' ή [[ἤπου]], με τροποποιημένη [[σημασία]] από το <i>που</i>, [[παρά]] ίσως, ή [[ενδεχομένως]], σε Όμηρ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=<br />ἤ, που, = ἤ, modified by που, or [[perhaps]], as [[perhaps]], Hom. | |mdlsjtxt=<br />ἤ, που, = ἤ, modified by που, or [[perhaps]], as [[perhaps]], Hom. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:05, 9 January 2023
German (Pape)
[Seite 1175] richtiger getrennt geschrieben, oder wohl, oder vielleicht, oder etwa, Il. 6, 438 Od. 11, 459, nach einem comparat. = als etwa. Vgl. ἤ.
French (Bailly abrégé)
conj.
ou bien, ou peut-être.
Étymologie: ἤ, που.
Russian (Dvoretsky)
ἤπου: и ἤ που или (же), что-ли (ἤ. ἐν Ὀρχομενῷ ἢ ἐν Πύλῳ Hom.): ἤ. τίς σφιν ἔνισπε, ἤ. νυ καὶ αὐτῶν θυμὸς ἐποτρύνει Hom. или кто-либо им сказал, или же собственное чувство подсказало.
Greek (Liddell-Scott)
ἤπου: ἢ (κατὰ Wolf) ἢ που, = μὲ ἀμφοτέρας τὰς ἐννοίας, ἢ καὶ παρά, τροποποιουμένας διὰ τοῦ που, ἢ ἴσως, παρὰ ἴσως, Ἰλ. Ζ. 438, Ὀδ. Λ. 459.
Greek Monolingual
ἦπου και ἦ που (Α)
1. αλήθεια, πραγματικά, βεβαίως («ἦ που σοφὸς ἦν ὅστις ἔφασκεν», Αριστοφ.)
2. (σε ερωτήσεις με δισταγμό) αλήθεια; είναι δυνατόν; («ἦ πού τις νήσων εὐδείελος, ἠέ τις ἀκτή [...] ἠπείροιο;», Ομ. Οδ.).
Greek Monotonic
ἤπου: ή ἤπου, με τροποποιημένη σημασία από το που, παρά ίσως, ή ενδεχομένως, σε Όμηρ.