φτωχαίνω: Difference between revisions

From LSJ

αἵ τε γὰρ συμφοραὶ ποιοῦσι μακρολόγους → For, in addition, our misfortunes make us long-winded (Appian, Libyca 389.3)

Source
(45)
 
m (Text replacement - "]]]]<br />" to "]]<br />")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[πτωχαίνω]] Ν [[φτωχός]] / [[πτωχός]]]]<br /><b>1.</b> [[γίνομαι]] [[φτωχός]] ή φτωχότερος, [[πτωχεύω]]<br /><b>2.</b> <b>(μτβ.)</b> <b>μτφ.</b> [[καθιστώ]] [[κάτι]] ή κάποιον φτωχό, [[περιορίζω]] τα [[μέσα]] και τις ικανότητες του («[[φτωχαίνω]] τη [[γλώσσα]]»).
|mltxt=και [[πτωχαίνω]] Ν [[φτωχός]] / [[πτωχός]]<br /><b>1.</b> [[γίνομαι]] [[φτωχός]] ή φτωχότερος, [[πτωχεύω]]<br /><b>2.</b> <b>(μτβ.)</b> <b>μτφ.</b> [[καθιστώ]] [[κάτι]] ή κάποιον φτωχό, [[περιορίζω]] τα [[μέσα]] και τις ικανότητες του («[[φτωχαίνω]] τη [[γλώσσα]]»).
}}
}}

Latest revision as of 18:43, 10 January 2023

Greek Monolingual

και πτωχαίνω Ν φτωχός / πτωχός
1. γίνομαι φτωχός ή φτωχότερος, πτωχεύω
2. (μτβ.) μτφ. καθιστώ κάτι ή κάποιον φτωχό, περιορίζω τα μέσα και τις ικανότητες του («φτωχαίνω τη γλώσσα»).