Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τορευτική: Difference between revisions

From LSJ

Νίκησον ὀργὴν τῷ λογίζεσθαι καλῶς → Ratione rem putando vince irae impetum → Besiege deinen Zorn durch deines Denkens Kraft

Menander, Monostichoi, 381
(41)
 
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ [[τορεύω]]<br />η [[τέχνη]] με την οποία κατασκευάζονται ανάγλυφες ή εντυπωμένες παραστάσεις [[πάνω]] σε [[μέταλλο]], [[συνήθως]] χρυσό, άργυρο, χαλκό, ορείχαλκο και σπανιότερα σίδηρο ή σε [[ξύλο]], [[τεχνική]] που χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα [[κατά]] την [[αρχαιότητα]] στη [[διακόσμηση]] όπλων, αρμάτων, ποικίλων αναθημάτων, κατόπτρων, αγγείων κ.ά. ειδών.
|mltxt=η, ΝΜΑ [[τορεύω]]<br />η [[τέχνη]] με την οποία κατασκευάζονται ανάγλυφες ή εντυπωμένες παραστάσεις [[πάνω]] σε [[μέταλλο]], [[συνήθως]] χρυσό, άργυρο, χαλκό, ορείχαλκο και σπανιότερα σίδηρο ή σε [[ξύλο]], [[τεχνική]] που χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα [[κατά]] την [[αρχαιότητα]] στη [[διακόσμηση]] όπλων, αρμάτων, ποικίλων αναθημάτων, κατόπτρων, αγγείων κ.ά. ειδών.
}}
{{trml
|trtx====[[sculpture]]===
Albanian: gdhend; Arabic: نَحْت‎; Armenian: քանդակագործություն; Azerbaijani: heykəltəraşlıq; Belarusian: скульптура, разбя́рства; Bengali: ভাস্কর্য; Bulgarian: скулптура; Burmese: ပန်းပု; Catalan: escultura; Chinese Mandarin: 雕塑; Czech: sochařství; Danish: skulptur; Dutch: beeldhouwen, sculptuur; Esperanto: skulptarto; Estonian: skulptuur; Finnish: kuvanveisto; French: [[sculpture]]; Galician: escultura; German: [[Bildhauerkunst]], [[Bildhauerei]], [[Skulptur]]; Greek: [[γλυπτική]]; Ancient Greek: [[γλυπτική]], [[ἀγαλματουργία]], [[ἀγαλματοποιική]], [[ἀγαλματοποιϊκή]], [[ἀγαλματοποιητική]], [[ἀγαλματοποιία]], [[ἀγαλματοποιΐα]], [[ἀνδριαντουργία]], [[ἀνδριαντοποιΐα]], [[γλυφή]], [[ἑρμογλυφική]], [[ἀνδριαντοποιητική]], [[ἀγαλματουργική]], [[τορευτική]]; Hindi: शिल्पकला; Hungarian: szobrászat; Icelandic: höggmyndalist; Ido: skulto; Indonesian: seni pahat; Italian: [[scultura]]; Japanese: 彫刻; Kazakh: мүсін, мүсіндеме; Korean: 조각(彫刻); Latvian: tēlniecība; Lithuanian: skulptūra; Macedonian: вајарство, скулптура; Maori: tāraitanga; Middle English: ymagerie; Norman: stchulptuthe; Norwegian Bokmål: skulptur; Nynorsk: skulptur; Polish: rzeźbiarstwo; Portuguese: escultura; Romanian: sculptură; Russian: [[ваяние]], [[скульптура]], [[лепка]]; Serbo-Croatian Cyrillic: вајарство; Roman: vajarstvo; Slovak: sochárstvo; Slovene: kiparstvo; Spanish: escultura; Swedish: skulptur; Tajik: ҳайкалтарошӣ; Telugu: శిల్పకళ; Thai: ปฏิมากรรม, ประติมากรรม; Turkish: heykelcilik, heykeltıraşlık, yontuculuk; Ukrainian: скульптура, лі́пка, рі́зьблення, різьбя́рство, різьбарство; Uzbek: haykaltaroshlik; Vietnamese: điêu khắc; Walloon: sculteure, scultreye
}}
}}

Revision as of 18:51, 18 January 2023

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ τορεύω
η τέχνη με την οποία κατασκευάζονται ανάγλυφες ή εντυπωμένες παραστάσεις πάνω σε μέταλλο, συνήθως χρυσό, άργυρο, χαλκό, ορείχαλκο και σπανιότερα σίδηρο ή σε ξύλο, τεχνική που χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα κατά την αρχαιότητα στη διακόσμηση όπλων, αρμάτων, ποικίλων αναθημάτων, κατόπτρων, αγγείων κ.ά. ειδών.

Translations

sculpture

Albanian: gdhend; Arabic: نَحْت‎; Armenian: քանդակագործություն; Azerbaijani: heykəltəraşlıq; Belarusian: скульптура, разбя́рства; Bengali: ভাস্কর্য; Bulgarian: скулптура; Burmese: ပန်းပု; Catalan: escultura; Chinese Mandarin: 雕塑; Czech: sochařství; Danish: skulptur; Dutch: beeldhouwen, sculptuur; Esperanto: skulptarto; Estonian: skulptuur; Finnish: kuvanveisto; French: sculpture; Galician: escultura; German: Bildhauerkunst, Bildhauerei, Skulptur; Greek: γλυπτική; Ancient Greek: γλυπτική, ἀγαλματουργία, ἀγαλματοποιική, ἀγαλματοποιϊκή, ἀγαλματοποιητική, ἀγαλματοποιία, ἀγαλματοποιΐα, ἀνδριαντουργία, ἀνδριαντοποιΐα, γλυφή, ἑρμογλυφική, ἀνδριαντοποιητική, ἀγαλματουργική, τορευτική; Hindi: शिल्पकला; Hungarian: szobrászat; Icelandic: höggmyndalist; Ido: skulto; Indonesian: seni pahat; Italian: scultura; Japanese: 彫刻; Kazakh: мүсін, мүсіндеме; Korean: 조각(彫刻); Latvian: tēlniecība; Lithuanian: skulptūra; Macedonian: вајарство, скулптура; Maori: tāraitanga; Middle English: ymagerie; Norman: stchulptuthe; Norwegian Bokmål: skulptur; Nynorsk: skulptur; Polish: rzeźbiarstwo; Portuguese: escultura; Romanian: sculptură; Russian: ваяние, скульптура, лепка; Serbo-Croatian Cyrillic: вајарство; Roman: vajarstvo; Slovak: sochárstvo; Slovene: kiparstvo; Spanish: escultura; Swedish: skulptur; Tajik: ҳайкалтарошӣ; Telugu: శిల్పకళ; Thai: ปฏิมากรรม, ประติมากรรม; Turkish: heykelcilik, heykeltıraşlık, yontuculuk; Ukrainian: скульптура, лі́пка, рі́зьблення, різьбя́рство, різьбарство; Uzbek: haykaltaroshlik; Vietnamese: điêu khắc; Walloon: sculteure, scultreye