λίχνισμα: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source
(23)
 
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το [[λιχνίζω]]<br />το [[ξεχώρισμα]] του καρπού τών σιτηρών από το [[άχυρο]] με το [[λιχνιστήρι]].
|mltxt=το [[λιχνίζω]]<br />το [[ξεχώρισμα]] του καρπού τών σιτηρών από το [[άχυρο]] με το [[λιχνιστήρι]].
}}
{{trml
|trtx====[[winnowing]]===
Greek: [[λίχνισμα]]; Ancient Greek: [[ἐκτιναγμός]], [[ἐκτίναξις]], [[λικμητός]], [[πτισμός]], [[ῥαβδισμός]], [[σεννίον]]; Finnish: viskaaminen; Macedonian: веење; Persian: بوجاری‎; Polish: wianie; Russian: [[веяние]]; Sicilian: cèrniri; Swedish: tröska
}}
}}

Latest revision as of 09:17, 19 January 2023

Greek Monolingual

το λιχνίζω
το ξεχώρισμα του καρπού τών σιτηρών από το άχυρο με το λιχνιστήρι.

Translations

winnowing

Greek: λίχνισμα; Ancient Greek: ἐκτιναγμός, ἐκτίναξις, λικμητός, πτισμός, ῥαβδισμός, σεννίον; Finnish: viskaaminen; Macedonian: веење; Persian: بوجاری‎; Polish: wianie; Russian: веяние; Sicilian: cèrniri; Swedish: tröska