Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

παλιατζής: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
(30)
 
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. παλιατζού<br />αυτός που αγοράζει και μεταπωλεί [[παλιά]], μεταχειρισμένα αντικείμενα, [[παλαιοπώλης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ουδ. [[παλιά]] του επιθ. [[παλιός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τζής</i> (<b>πρβλ.</b> <i>καφε</i>-<i>τζής</i>)].
|mltxt=παλιατζής, ο, θηλ. [[παλιατζού]]<br />αυτός που αγοράζει και μεταπωλεί [[παλιά]], μεταχειρισμένα αντικείμενα, [[παλαιοπώλης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ουδ. [[παλιά]] του επιθ. [[παλιός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τζής</i> (<b>πρβλ.</b> <i>καφε</i>-<i>τζής</i>)].
}}
}}

Revision as of 16:54, 1 March 2023

Greek Monolingual

παλιατζής, ο, θηλ. παλιατζού
αυτός που αγοράζει και μεταπωλεί παλιά, μεταχειρισμένα αντικείμενα, παλαιοπώλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουδ. παλιά του επιθ. παλιός + κατάλ. -τζής (πρβλ. καφε-τζής)].