παλιατζής: Difference between revisions
From LSJ
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
(30) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, θηλ. παλιατζού<br />αυτός που αγοράζει και μεταπωλεί [[παλιά]], μεταχειρισμένα αντικείμενα, [[παλαιοπώλης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ουδ. [[παλιά]] του επιθ. [[παλιός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τζής</i> (<b>πρβλ.</b> <i>καφε</i>-<i>τζής</i>)]. | |mltxt=παλιατζής, ο, θηλ. [[παλιατζού]]<br />αυτός που αγοράζει και μεταπωλεί [[παλιά]], μεταχειρισμένα αντικείμενα, [[παλαιοπώλης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ουδ. [[παλιά]] του επιθ. [[παλιός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τζής</i> (<b>πρβλ.</b> <i>καφε</i>-<i>τζής</i>)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:54, 1 March 2023
Greek Monolingual
παλιατζής, ο, θηλ. παλιατζού
αυτός που αγοράζει και μεταπωλεί παλιά, μεταχειρισμένα αντικείμενα, παλαιοπώλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουδ. παλιά του επιθ. παλιός + κατάλ. -τζής (πρβλ. καφε-τζής)].