συμμάρτυς: Difference between revisions

From LSJ

πολιτεύω πόλεμον ἐκ πολέμου → make perpetual war the principle of government

Source
(6_22)
 
mNo edit summary
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{elru
|elrutext='''συμμάρτῠς:''' или [[σύμμαρτυς]], ῠρος ὁ и ἡ [[совместно свидетельствующий]], (дополнительный) [[свидетель]]: ξυμμάρτυρας ὔμμ᾽ ἐπικτῶμαι Soph. я беру вас (всех) в свидетели; σ. εἶναί τινί τινος Plat. свидетельствовать в пользу кого-л. о чем-л.
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συμμάρτῠς''': -ῠρος, ὁ, ἡ, ὁ συμμαρτυρῶν, Σοφοκλ. Ἀντ. 864· τινός, ὁ [[ὁμοῦ]] μαρτυρῶν τί, Πλάτ. Φίληβ. 12Β, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγραφ. 3194.
|lstext='''συμμάρτῠς''': -ῠρος, ὁ, ἡ, ὁ συμμαρτυρῶν, Σοφοκλ. Ἀντ. 864· τινός, ὁ [[ὁμοῦ]] μαρτυρῶν τί, Πλάτ. Φίληβ. 12Β, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγραφ. 3194.
}}
{{grml
|mltxt=-υρος, ὁ, ἡ, ΜΑ<br /><b>1.</b> [[μάρτυρας]] που καταθέτει τα [[ίδια]] με άλλον μάρτυρα<br /><b>2.</b> αυτός που υφίσταται τα [[ίδια]] μαρτύρια με άλλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μάρτυς]] «αυτός που δίνει [[μαρτυρία]] ή [[πληροφορία]], αυτός που υπέστη μαρτύρια»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συμμάρτῠς:''' -ῠρος, ὁ, ἡ, αυτός που καταθέτει ως [[μάρτυρας]] από κοινού με κάποιον, σε Σοφ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=συμ-μάρτῠς, ῠρος, ὁ, ἡ,<br />a [[fellow]]-[[witness]], Soph.
}}
}}

Latest revision as of 21:53, 5 March 2023

Russian (Dvoretsky)

συμμάρτῠς: или σύμμαρτυς, ῠρος ὁ и ἡ совместно свидетельствующий, (дополнительный) свидетель: ξυμμάρτυρας ὔμμ᾽ ἐπικτῶμαι Soph. я беру вас (всех) в свидетели; σ. εἶναί τινί τινος Plat. свидетельствовать в пользу кого-л. о чем-л.

Greek (Liddell-Scott)

συμμάρτῠς: -ῠρος, ὁ, ἡ, ὁ συμμαρτυρῶν, Σοφοκλ. Ἀντ. 864· τινός, ὁ ὁμοῦ μαρτυρῶν τί, Πλάτ. Φίληβ. 12Β, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγραφ. 3194.

Greek Monolingual

-υρος, ὁ, ἡ, ΜΑ
1. μάρτυρας που καταθέτει τα ίδια με άλλον μάρτυρα
2. αυτός που υφίσταται τα ίδια μαρτύρια με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + μάρτυς «αυτός που δίνει μαρτυρία ή πληροφορία, αυτός που υπέστη μαρτύρια»].

Greek Monotonic

συμμάρτῠς: -ῠρος, ὁ, ἡ, αυτός που καταθέτει ως μάρτυρας από κοινού με κάποιον, σε Σοφ.

Middle Liddell

συμ-μάρτῠς, ῠρος, ὁ, ἡ,
a fellow-witness, Soph.