χρηστικῶς: Difference between revisions
From LSJ
(Bailly1_5) |
m (Text replacement - "ἐπωφελῶς, εὐχρήστως, λυσιτελούντως, λυσιτελῶς, ὀνησίμως, προὔργου, συμφερόντως, συμφόρως, χρειωδῶς, [[χρ...) |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>adv.</i><br />utilement, commodément;<br /><i>Cp.</i> χρηστικώτερον.<br />'''Étymologie:''' [[χρηστικός]]. | |btext=<i>adv.</i><br />utilement, commodément;<br /><i>Cp.</i> χρηστικώτερον.<br />'''Étymologie:''' [[χρηστικός]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χρηστικῶς:''' [[с пользой]], [[на пользу]] (πρός τινα Plut.). | |||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[usefully]]=== | |||
Bulgarian: полезно; Catalan: útilment; Czech: užitečně; Finnish: hyödyllisesti, käytännöllisesti; French: [[utilement]]; Greek: [[χρησίμως]], [[αποτελεσματικά]], [[εποικοδομητικά]]; Ancient Greek: [[ἐπιτηδείως]], [[ἐπωφελῶς]], [[εὐχρήστως]], [[λυσιτελούντως]], [[λυσιτελῶς]], [[ὀνησίμως]], [[προὔργου]], [[συμφερόντως]], [[συμφόρως]], [[χρειωδῶς]], [[χρησίμως]], [[χρηστικῶς]], [[ὠφελίμως]]; Old English: nytlīċe; Portuguese: [[utilmente]]; Spanish: [[útilmente]] | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:08, 12 March 2023
French (Bailly abrégé)
adv.
utilement, commodément;
Cp. χρηστικώτερον.
Étymologie: χρηστικός.
Russian (Dvoretsky)
χρηστικῶς: с пользой, на пользу (πρός τινα Plut.).
Translations
usefully
Bulgarian: полезно; Catalan: útilment; Czech: užitečně; Finnish: hyödyllisesti, käytännöllisesti; French: utilement; Greek: χρησίμως, αποτελεσματικά, εποικοδομητικά; Ancient Greek: ἐπιτηδείως, ἐπωφελῶς, εὐχρήστως, λυσιτελούντως, λυσιτελῶς, ὀνησίμως, προὔργου, συμφερόντως, συμφόρως, χρειωδῶς, χρησίμως, χρηστικῶς, ὠφελίμως; Old English: nytlīċe; Portuguese: utilmente; Spanish: útilmente