κεκλασμένως: Difference between revisions
From LSJ
οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain
m (Text replacement - ".[[" to ". [[") |
m (Text replacement - "[ἀνάνδρως]], γυναικείως, γυναικικῶς, γυναικοπρεπῶς, θηλυδριωδῶς, Ἰωνικῶς, κεκλασμένως, μαλακῶς, μαλθακῶς, [...) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κεκλασμένως''': Ἐπίρρ. ([[κλάω]]) ἐκτεθηλυμμένως, παρὰ Σουΐδ. | |lstext='''κεκλασμένως''': Ἐπίρρ. ([[κλάω]]) [[ἐκτεθηλυμμένως]], παρὰ Σουΐδ. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[effeminately]]=== | |||
Galician: efeminadamente, afeminadamente; Greek: [[θηλυπρεπώς]]; Ancient Greek: [[ἀνάνδρως]], [[γυναικείως]], [[γυναικικῶς]], [[γυναικοπρεπῶς]], [[ἐκτεθηλυμμένως]], [[θηλυδριωδῶς]], [[Ἰωνικῶς]], [[κεκλασμένως]], [[μαλακῶς]], [[μαλθακῶς]], [[τεθρυμμένως]]; Italian: [[effemminatamente]], [[effeminatamente]]; Polish: po babsku; Portuguese: [[efeminadamente]]; Spanish: [[afeminadamente]], [[femenilmente]] | |||
}} | }} |
Latest revision as of 08:35, 23 March 2023
English (LSJ)
Adv., (κλάω A) effeminately, Anon. ap. Suid.s.v. ληκυθισμός.
German (Pape)
[Seite 1413] zerbrochen, Suid., von κλάω.
Greek (Liddell-Scott)
κεκλασμένως: Ἐπίρρ. (κλάω) ἐκτεθηλυμμένως, παρὰ Σουΐδ.
Translations
effeminately
Galician: efeminadamente, afeminadamente; Greek: θηλυπρεπώς; Ancient Greek: ἀνάνδρως, γυναικείως, γυναικικῶς, γυναικοπρεπῶς, ἐκτεθηλυμμένως, θηλυδριωδῶς, Ἰωνικῶς, κεκλασμένως, μαλακῶς, μαλθακῶς, τεθρυμμένως; Italian: effemminatamente, effeminatamente; Polish: po babsku; Portuguese: efeminadamente; Spanish: afeminadamente, femenilmente