ιδιοσυγκρασία: Difference between revisions

From LSJ

μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)

Source
(17)
 
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[ἰδιοσυγκρασία]])<br />ο ιδιάζων [[τρόπος]] με τον οποίο συνδυάζονται, σε [[κάθε]] [[άτομο]], οι βιολογικοί με τους ψυχολογικούς παράγοντες και καθορίζουν τη [[συμπεριφορά]] του<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ιατρ.</b> ο [[ιδιαίτερος]] [[τρόπος]] ύπαρξης [[κάθε]] ατόμου, που το οδηγεί σε ορισμένο τύπο αντίδρασης και συμπεριφοράς<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «από [[ιδιοσυγκρασία]]» ή «εξ ιδιοσυγκρασίας» — εκ φύσεως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιδιο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[σύγκρασις]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ια</i>].
|mltxt=η (Α [[ἰδιοσυγκρασία]])<br />ο ιδιάζων [[τρόπος]] με τον οποίο συνδυάζονται, σε [[κάθε]] [[άτομο]], οι βιολογικοί με τους ψυχολογικούς παράγοντες και καθορίζουν τη [[συμπεριφορά]] του<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ιατρ.</b> ο [[ιδιαίτερος]] [[τρόπος]] ύπαρξης [[κάθε]] ατόμου, που το οδηγεί σε ορισμένο τύπο αντίδρασης και συμπεριφοράς<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «από [[ιδιοσυγκρασία]]» ή «εξ ιδιοσυγκρασίας» — εκ φύσεως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιδιο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[σύγκρασις]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ια</i>].
}}
{{trml
|trtx====[[idiosyncrasy]]===
Bulgarian: индивидуалност, начин на мислене; Catalan: idiosincràsia; Danish: idiosynkratisk; Dutch: [[eigenheid]], [[eigenaardigheid]]; Esperanto: idiosinkrazio; French: [[idiosyncrasie]]; German: [[Eigenheit]], [[Eigenart]], [[Eigensinn]]; Greek: [[ιδιοσυγκρασία]], [[νοοτροπία]]; Ancient Greek: [[ἰδιοσυγκρασία]], [[ἰδιοσύγκρασις]], [[ἰδιοσυγκρισία]], [[ἰδιοτροπία]]; Italian: [[idiosincrasia]], [[mania]], [[fissazione]]; Japanese: 個性, 特異体質; Polish: osobliwość, dziwactwo, idiosynkrazja; Portuguese: [[idiossincrasia]]; Romanian: particularitate, idiosincrazie; Russian: [[идиосинкразия]]; Spanish: [[idiosincrasia]]; Swedish: egenart, egenhet, egenskap; Turkish: ayrıklılık, huy, kişisel özellik, tuhaflık, mizaç, tabiat; Ukrainian: ідіосинкразія; Yiddish: אידיאָסינקראַסי‎
}}
}}

Latest revision as of 14:27, 5 May 2023

Greek Monolingual

η (Α ἰδιοσυγκρασία)
ο ιδιάζων τρόπος με τον οποίο συνδυάζονται, σε κάθε άτομο, οι βιολογικοί με τους ψυχολογικούς παράγοντες και καθορίζουν τη συμπεριφορά του
νεοελλ.
1. ιατρ. ο ιδιαίτερος τρόπος ύπαρξης κάθε ατόμου, που το οδηγεί σε ορισμένο τύπο αντίδρασης και συμπεριφοράς
2. φρ. «από ιδιοσυγκρασία» ή «εξ ιδιοσυγκρασίας» — εκ φύσεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο- + σύγκρασις + κατάλ. -ια].

Translations

idiosyncrasy

Bulgarian: индивидуалност, начин на мислене; Catalan: idiosincràsia; Danish: idiosynkratisk; Dutch: eigenheid, eigenaardigheid; Esperanto: idiosinkrazio; French: idiosyncrasie; German: Eigenheit, Eigenart, Eigensinn; Greek: ιδιοσυγκρασία, νοοτροπία; Ancient Greek: ἰδιοσυγκρασία, ἰδιοσύγκρασις, ἰδιοσυγκρισία, ἰδιοτροπία; Italian: idiosincrasia, mania, fissazione; Japanese: 個性, 特異体質; Polish: osobliwość, dziwactwo, idiosynkrazja; Portuguese: idiossincrasia; Romanian: particularitate, idiosincrazie; Russian: идиосинкразия; Spanish: idiosincrasia; Swedish: egenart, egenhet, egenskap; Turkish: ayrıklılık, huy, kişisel özellik, tuhaflık, mizaç, tabiat; Ukrainian: ідіосинкразія; Yiddish: אידיאָסינקראַסי‎