λωβάστρα: Difference between revisions

From LSJ

ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $2$4")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λωβάστρα]], ἡ (Μ)<br />[[τόπος]] όπου συχνάζουν οι λεπροί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λώβα]] «[[λέπρα]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>στρα</i>, αναλογικά [[προς]] τα ουσ. σε -<i>στρα</i> ([[πρβλ]]. <i>κονί</i>-<i>στρα</i>)].
|mltxt=[[λωβάστρα]], ἡ (Μ)<br />[[τόπος]] όπου συχνάζουν οι λεπροί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λώβα]] «[[λέπρα]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>στρα</i>, αναλογικά [[προς]] τα ουσ. σε -<i>στρα</i> ([[πρβλ]]. [[κονίστρα]])].
}}
}}

Latest revision as of 06:25, 8 May 2023

Greek Monolingual

λωβάστρα, ἡ (Μ)
τόπος όπου συχνάζουν οι λεπροί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λώβα «λέπρα» + κατάλ. -στρα, αναλογικά προς τα ουσ. σε -στρα (πρβλ. κονίστρα)].