ετοιμοτρεπής: Difference between revisions

From LSJ

ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἑτοιμοτρεπής]], -ές (Α)<br />αυτός που εύκολα τρέπεται ή οδηγείται σε [[κάτι]] («ἑτοιμοτρεπὴς εἰς ἁμαρτίαν», Κύριλλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[έτοιμος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τρεπής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρέπω]]), [[πρβλ]]. <i>ευ</i>-<i>τρεπής</i>].
|mltxt=[[ἑτοιμοτρεπής]], -ές (Α)<br />αυτός που εύκολα τρέπεται ή οδηγείται σε [[κάτι]] («ἑτοιμοτρεπὴς εἰς ἁμαρτίαν», Κύριλλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[έτοιμος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τρεπής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρέπω]]), [[πρβλ]]. [[ευτρεπής]]].
}}
}}

Latest revision as of 06:45, 8 May 2023

Greek Monolingual

ἑτοιμοτρεπής, -ές (Α)
αυτός που εύκολα τρέπεται ή οδηγείται σε κάτι («ἑτοιμοτρεπὴς εἰς ἁμαρτίαν», Κύριλλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + -τρεπής (< τρέπω), πρβλ. ευτρεπής].