ετοιμομεμφής: Difference between revisions
From LSJ
διαπασῶν, διατεσσάρων, διαπέντε → through all, through four, through five (Pythagorean musical terms)
(14) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)]" to "πρβλ. $2$4]") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἑτοιμομεμφής]], -ές (Μ)<br />αυτός που [[είναι]] [[έτοιμος]] να κατηγορήσει, ο φίλο [[κατήγορος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[έτοιμος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μεμφής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μέμφομαι]]), | |mltxt=[[ἑτοιμομεμφής]], -ές (Μ)<br />αυτός που [[είναι]] [[έτοιμος]] να κατηγορήσει, ο φίλο [[κατήγορος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[έτοιμος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μεμφής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μέμφομαι]]), [[πρβλ]]. [[φιλομεμφής]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 06:46, 8 May 2023
Greek Monolingual
ἑτοιμομεμφής, -ές (Μ)
αυτός που είναι έτοιμος να κατηγορήσει, ο φίλο κατήγορος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + -μεμφής (< μέμφομαι), πρβλ. φιλομεμφής].